Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Αθανάσιος Χριστόπουλος

Ο Αχιλλεύς


(αποσπάσματα)

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Ζευ θεέ κεραυνοφόρε, όπου πάντα κατοικείς.
Εις τον άπειρον αιθέρα, και τον κόσμον διοικείς,
Όπου σκέπεις κι εφορεύεις, την φιλίαν την πιστήν,
Ιδέ τούτων μου φίλων, την αχάριστην ψυχήν,
Η οποία την πολλήν σου, ατιμάζει ανοχήν!
Πώς στην γην τούς υποφέρεις, να σ’ εμπαίζουν φανερά,
Κι απ’ τα νέφη δεν αστράπτεις, να τους καύσεις φλογερά;
Ιδέ πόσον αναισχύντως, και τους νόμους σου πατούν,
Και τους φίλους και ευεργέτας, ως εχθρούς των απατούν.
Αν εγώ μεν αμαρτάνω, παίδευσέ μ’ ευθύς σκληρά,
Ειδεμή, την αδικίαν εκδικήσου αυστηρά.

Εσυνέβη της Ελένης, της καλής η αρπαγή,
Η των τόσων συμφορών μας, πολυστένακτη πηγή.
Κι ήλθε πρέσβης εις την Φθίαν, ο στομύλος Οδυσσεύς,
Ο πολύτοπος εκείνος, της Ιθάκης βασιλεύς.
Κι από μέρος του Ατρείδου, προσκαλεί τον ποθητόν,
Και γενναίον μου πατέρα, κατά των Τρωαδιτών.
Ο πατέρας μου δε όμως, ωσάν γέρος ασθενής
παραιτήθη, καν και ήταν, φυσικά φιλογενής.
(Κι όμως ήξευρε προστούτοις, και τα ήθη τα πλαστά,
Και τους δόλους του κακίστου, Αγαμέμνονος σωστά.)
Αλλ’ εγώ (και ας μην είχα, σπλάχνα τόσον φιλικά,
Δι’ ανθρώπους κακοβούλους και κακούργους φυσικά.)
Εγώ λέγω εις τους πόδας, του πατρός μ’ ελεεινώς
Πίπτω μόνος, μεσιτεύω, κι ικετεύω ταπεινώς,
Μη θελήσεις, είπα, πάτερ, την φιλίαν ν’ αρνηθείς,
Του καλού σου τούτου φίλου μήπως και κατακριθείς·
Δεν είν’ πρέπον ν’ αποβάλεις, έναν φίλον σου σκληρά,
Όταν τύχει κι υποπέσει, εις την ανάγκην, και θερμώς μας βοηθεί.)
Κι έπειτα ο Αγαμέμνων, μόνος δεν παρακαλεί,
Αλλ’ αυτό το γένος όλον, των Ελλήνων προσκαλεί,
Μη δεχθείς λοιπόν να δείξεις κι εις τον κόσμον να φανείς,
Ότι είσαι μόνος πάντων, φανερά μισογενής.
Αν το γήρας σ’ εμποδίζει, κι είναι αιτί’ αληθινή,
Η δική μου ηλικία, είν’ ακμαία, κι ικανή.
Όθεν μόνος αν δεν θέλεις, να πηγαίνεις δι’ αυτό,
Στείλ’ εμένα να πηγαίνω, κι είναι όλον το αυτό.
Τέλος πάντων κατεπείσθη, με κηρύττει αρχηγόν,
Των ανδρείων Μυρμηδόνων, και της μάχης στρατηγόν,
Και μετέπειτα κινούμεν, όλ’ οι Έλληνες κοινώς,
Κι εδώ πλέον καταντούμεν, ευτυχώς κι υγιεινώς.
Καθώς ήλθαμεν αμέσως, οι μεν άλλ’ εις τες σκηνές,
Αναπαύονταν ησύχως, με παντοίες ηδονές.
Εγώ δε με τους ανδρείους, στρατιώτας μου κοινώς,
Έτρεχα κι επολεμούσα, πανταχού παντοτινώς.
Δέκα μόνος πολιτείας, καταπόρθησα καλές,
Και λαφύρων μυριάδες, αιχμαλώτευσα πολλές.
Και αυτά τα λάφυρά μου, όλα πρόσφερα σωστά,
Τον καλόν μας βασιλέα, ωσάν τίμιος πιστά.
Αυτός όμως ως πανούργος, εκρατούσε τα πολλά,
Και πολύτιμα κι, όσα τον εφαίνονταν καλά.
Τα δε άλλα, όσα ήτον και αχρεία κι ευτελή,
Με τα έδιδεν εμένα, ως τινά πολυτελή.
Ή δεν ήταν τάχα πρέπον, να κρατήσω φανερά,
Όσ’ απέκτησα με αίμα, και ιδρώτα θλιβερά;
Εγώ δούλος του δεν ήμουν, πανταχού να προσπαθώ
Δι’ αυτόν εις τους πολέμους, παραλόγως να χαθώ.
Πλην αλλά ευχαριστούμουν, μα την μόνην μου ψυχήν,
Αντί τούτων των κινδύνων, με την νίκην μοναχήν.
Τελευταίον δε συνέβη, και πορθώ πολεμικώς,
Την μεγάλην πόλιν Θήβαν, των Κιλίκων ολικώς.
Κι έτυχε προς τ’ άλλα σκύλα, δυστυχώς να πιασθεί,
Εις την μάχην μας εκείνην, Βρυσηίς η θαυμαστή.
Την οποίαν εκ συμφώνου, όλ’ οι Έλληνες κοινώς,
Με την έδωσαν της νίκης, ως βραβείον ευμενώς.
Την εδέχθην τέλος πάντων, την αγάπησα πολλά,
Καθώς όλοι τα ωραία αγαπούν, και τα καλά.
(Επειδ’ ήταν κατά πάντα, κι εις την γνώμην της σωστή,
Κι εις τον νουν σωφρονεστάτη, κι εις τα κάλλη θαυμαστή.)
Μετά ταύτα ήθλ’ ο Χρύσης, Ιερεύς ο σεβαστός,
Κι ευλαβέστατος και λάτρης, του Απόλλωνος πιστός,
Κι έφερε μυρία δώρα, με πολλήν χαράν ψυχής,
Την αιχμάλωτήν του κόρην, να λυτρώσ’ ο δυστυχής.
(Της οποίας και δεσπότης, ενταυτώ και εραστής,
Ήταν λέγ’ ο Αγαμέμνων, ο κακός αυτός ληστής.)
Ο οποίος παρρησία, με σκληρότητα πολλήν,
Το κατύβρισεν εις όλην, των Ελλήνων την βουλήν.
Και αφού εφέρθη τόσον, κατ’ αυτού υβριστικώς,
Τον εδίωξεν υστάτως, απεδώ κακηνκακώς.
Έπειτα δε ο Απόλλων, εθυμώθη καθ’ ημών,
Και μας παίδευσε αμέσως, με τον πάνδεινον λοιμόν.
Και λοιπόν ο Αγαμέμνων, εβιάσθη γενικώς,
Και τον έστειλε την κόρην, εις την Χρύσαν στανικώς.
Κι επειδή την υστερήθη, με επήρε ληστρικώς,
Την δικήν μου Βρυσηίδα, αφού μ’ ύβρισε κακώς.
Ιδέ χάρις, ιδέ φίλος, ιδέ γνώμη θαυμαστή,
Ιδέ άδολη φιλία, κι ειλικρίνεια πιστή!
Ποίον άγριον θηρίον, όταν ευεργετηθεί,
Κατ’ αυτού του ευεργέτου, ημπορεί ν’ αγριωθεί;
Των ανθρώπων πλην η φύσις, κι η κακί’ αληθινά
Όλην την θηριωδίαν, των θηρίων απερνά.
Τί βραδύνω; τί ματαίως; τί προσμένω να ιδώ;
Και δεν φεύγω τελευταίον, συντομότερ’ απεδώ;
Αχιλλεύ οπίσω στρέψε, και βασίλευε εκεί,
Όπου όλον σου το γένος, ευδαιμόνως κατοικεί·
Τί τους θέλεις του κινδύνους; τί πολέμους κυνηγείς;
Ρίξε, πάτησε τες νίκες, και τον τύφον καταγής.
Βασιλεύ: δεν είν’ εκείνος, όπου πάσχει και ποθεί,
Με πολέμους αιματώδεις, εις την γην να υψωθεί.
Αλλ’ εκείνος όπου, σώζει, κι ευχαρίστως κυβερνά
Το βασίλειόν του όλον, και ησύχως απερνά.
Ο δε φίλος Αγαμέμνων, θα ελθεί ποτέ καιρός,
Να γνωρίσει πόσον ήτον, και ευήθης και μωρός·
Και θα κλαύσει, θα κτυπήσει, την κακήν του κεφαλήν,
Την οποίαν η κακία την κατάστησε θολήν.
Ούτ’ αυτά ποσώς τα τείχη; ούτ’ οι άλλοι ημπορούν,
Να φανούν υπέρμαχοί του, καν κοντάρια φορούν.
Τείχη τέτοια ο Έκτωρ, περιπαίζοντας τρυφά,
Και ως παίγνια νηπίων, τα πατεί και τ’ αφηφά.
Ένα μόνον αυτός τρέμει, και θαυμάζει κι επαινεί,
Τους δε άλλους ως ανάνδρους, σωρηδόν καταφρονεί.

[...]

ΟΔΥΣΣΕΥΣ
[...]
Ο Αγαμέμνων, Αχιλλεύ, είν’ άνθρωπος κι εκείνος,
Δεν είναι όμως παντελώς, απάνθρωπος και κτήνος.
Και αν προχθές απ’ τον θυμόν, αθλίως εσκοτίσθη,
Πλην δεν εμνησικάκησε· και τούτο εγνωρίσθη.
Λοιπόν μη θέλεις να δειχθείς, κατώτερος εις τούτο,
Ενώ εις τ’ άλλα φαίνεσαι, ανώτερος τοσούτο.
Αυτός προστούτοις μάλιστα, αν επινεύσεις τώρα,
Να σε προσφέρ’ υπόσχεται, λαμπρά μυρία δώρα.
Και άκουσε, παρακαλώ, να σε τα ιστορήσω,
Κι ένα προς έν’ λεπτομερώς, να τα επαριθμήσω.
Επτά ωραίους τρίποδας, και λέβητας μεγάλους
Σε δίδει άλλους είκοσι, ωραιοτάτου κάλλους,
Επτά χρυσίου τάλαντα, και δώδεκα ωραία,
Και ευπρεπέστατ’ άλογα, μεγάλα, και γενναία.
Επτά γυναίκες θαυμαστές απ’ τες Μιτυληναίες,
Πολυμαθείς κεντήστριες, και νέες και ωραίες.
Και επομένως εις αυτές, προσθέτει κορωνίδα.
Και την δικήν σου, Αχιλλεύ, ωραίαν Βρυσηίδα.
Αυτά σε δίδει τώρ’ ευθύς· αν όμως την Τρωάδα
Πορθήσομεν και στρέψομεν, οπίσω στην Ελλάδα,
Από τες τρεις τες κόρες του, όποιαν και θελήσεις.
Να σε την δώσ’ εις νύμφην σου, οπόταν την ζητήσεις.
Να σε προσφέρει εν ταυτώ, και προίκα θαυμασίαν,
Όσην τινάς δεν έδωκεν, εις κόρην του καμμίαν.
Έτι προστούτοις και επτά, μεγάλες πολιτείες,
Ωραίες και πολυπληθείς, και όλες παραλίες,
Την Άνθειαν, την Αίπειαν, και Ιεράν, και Ενώπην.
Την Καρδαμήλην, τες Φηρές, την Πήδασον κατόπιν.
Τούτων δε όλων μάρτυρες, κι εγγυηταί ομοίως,
Αν μας δεχθείς γινόμεθε, και τώρα κι αιωνίως.
Λοιπόν, γενναίε Αχιλλεύ, ιλέως καταπείσου,
Κι εκείνον και τους Έλληνας, λυπήσου κι ευσπλαγχνίσου.
Κι εμείς ενώ καυχούμεθε, την μόνην σου Φιλίαν,
Μη θέλεις να γυρίσομεν, με άπρακτην πρεσβείαν.

[...]

ΑΝΤΙΛΟΧΟΣ
Αχ! Φίλτατέ μου Αχιλλεύ, με ποίον στόμα λυπηρόν,
Θ’ αποτολμήσω να σ’ ειπώ, το μήνυμά μου το σκληρόν.
Ο Πάτροκλός μας νικητής, και τροπαιούχος φοβερός,
Εις τους θριάμβους μεταξύ, εθανατώθη θλιβερώς.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Έμελλε πλέον;
Τούτο το νέον;
Εγώ να πάθω;
Εγώ να μάθω;
Αχ ειμαρμένη,
Αγριωμένη.
Πώς με αφήνεις;
Πώς δεν με σβήνεις;
Τον Πάτροκλόν μου;
Τον φίλτατόν μου;
Εγώ να φθάσω;
Λοιπόν να χάσω;
Δάκρυα πού είσθε,
Και δεν κινείσθε,
Από το βάθος,
Εις τόσον πάθος;
Άθλιον στήθος,
Εις τόσον βύθος,
Πώς ησυχάζεις,
Και δεν στενάζεις;
Ημέρα ποία,
Πλέον αθλία.
Άλλη εστάθη,
Με τόσα πάθη;
Ω Ηλιέ μου,
Λαμπρέ θεέ μου.
Το φως πώς χύνεις,
Και δεν το σβήνεις;
Ο χρησμός όλος,
Αναμφιβόλως.
Καθώς εδόθη,
Καταπληρώθη.
Ο Πάτροκλός μου,
Απ’ του πατρός μου.
Τ’ όνομα έχει,
Πατρός μετέχει.
Η εδική μου,
Κακή οργή μου.
Ήταν δική σου,
Φίλε σφαγή σου.
Εγώ, εγ’ όλος,
Αναμφιβόλως.
Και τελευταίον,
Σ’ έσφαξα πλέον.
Ο Αχιλλεύς σου,
Είναι φονεύς σου
Και η φιλία,
Φθοράς αιτία.
Διά εσένα,
Ετοιμασμένα.
Όλα τα βέλη,
Ήταν στα τέλη.

[...]

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
[...]
Καταρούμαι δε εκείνην, την ημέραν την σκληρήν,
Όταν ήλθαμεν εις μάχην και εις έχθραν λυπηρήν.
Και συνέβη του Πατρόκλου, η σφαγή κι η συμφορά,
Και η άλλη των Ελλήνων, αθεράπευτη φθορά.
Ω και πώς των βασιλέων, ένα αμάρτημα μικρόν,
Επιφέρει εις τα πλήθη, τόσον όλεθρον πικρόν!
Αχ! θυμέ ανθρωποβόρε, εις τί άτοπα σκληρά,
Αναγκάζεις του ανθρώπους, και τους ρίπτεις λυπηρά;
Πώς δεν είναι τάχα τρόπος, απ’ τον κόσμον να σβησθεί,
Το πικρόν αυτό το πάθος, και κακώς ν’ αφανισθεί;
Ή τουλάχιστον να λείψει καν από τους βασιλείς,
Να μη σφάλομεν ποτέ μας, ως χυδαίοι κι ευτελείς;
Καθώς είμεσθεν εν γένει, εις τα άλλα υψηλοί,
Να μην είμεσθε κι εις τούτο, ταπεινοί και χαμηλοί.
Πόσον άθλιον να είναι, βασιλεύς τινάς ομού,
Και υπήκοος διόλου, του αλόγου του θυμού,
Να ορίζει τόσα πλήθη, τόσον κόσμον, τόσην γην,
Κι υποκείμενος να είναι, εις ακράτητην οργήν,
Δεν είν’ πρέπον καθώς είναι, και λαμπρός και σοβαρός,
Να ’ναι άθυμος και πράος, και ευμενής και ιλαρός.
Να μη θέλει ουδ’ ευλόγως, να θυμώνει παντελώς,
Πόσον μάλλον παραλόγως, και αθλίως και ευτελώς.
Άθλι’ άνθρωπ’ οι οποίοι, αβασίλευτοι κοινώς,
Παντελώς δεν ημπορείτε, να συζείτ’ ανθρωπίνως!
Βασιλείς δυστυχισμένοι, οι οποίοι γενικώς,
Ωσάν άνθρωποι στα πάθη, δούλοι είσθε φυσικώς!
Ή οι άνθρωποι να είχαν φύσιν πλέον θεϊκήν,
Κι αβασίλευτοι να ζήσουν, με ζωήν ειρηνικήν.
Ή οι βασιλείς να ήταν, αναμάρτητοι θεοί,
Να μη πάσχουν δι’ εκείνους οι υπήκοοι λαοί.
Πλην ούτ’ ένα ούτε άλλο, είναι τρόπος να γενεί,
Και αύτ’ είν’ επιθυμία, όπου πλάττομεν, κενή.
Οι θεοί την φύσιν όλην, των ανθρώπων φθονερά,
Καταδίκασαν στα πάθη, να δουλεύει θλιβερά.
Τέτοια ήσαν τέτοια είναι, και θα είναι φυσικά,
Όλη πλέον βυθισμένη, αιωνίως στα κακά.

[...]

ΝΕΣΤΩΡ
Τούτο μάλιστα συμφέρει, να σας πως ειλικρινώς,
Κι εις εσάς απλώς τους δύο, κι εις τους Έλληνας κοινώς.
Όταν είμασθ’ ενωμένοι, κι η Ελλάς ευδοκιμεί,
Και καμία δεν την βλάπτει, εχθρική επιδρομή.
Όταν δε διαιρημένοι, τότε πλέον και αυτή,
Είν’ αδύνατη, και τότε ο καθένας την πατεί.
[...]

Αθανάσιος Χριστόπουλος. Αχιλλεύς. Δράμα ηρωικόν εις την αιολοδωρικήν διάλεκτον. Στον συγκεντρωτικό τόμο: Αθανάσιος Χριστόπουλος. 1969. Άπαντα. Επιμέλεια Γ. Βαλέτας. Αθήνα: "Φίλοι Βυζαντινών Μνημείων Καστοριάς". Αθήνα.