Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Άρης Φακίνος

Τα παιδιά του Οδυσσέα


(απόσπασμα)


1

Κείνα τα χρόνια, η Αττική είχε αμέτρητα λιόδεντρα.

Οι κουφάλες τους ήταν βαθιές σαν σπηλιές, το καλοκαίρι μπαίναμε και δροσιζόμαστε, παίζαμε, τις είχαμε για δεύτερα σπίτια. Ξημεροβραδιαζόμαστε μέσα στα σπλάχνα των δέντρων, οι γονιοί μας ούτε που νοιάζονταν για μας, δεν ανησυχούσαν, δε μας γύρευαν. Ρολόγια δεν είχαμε στα χέρια για να βλέπουμε την ώρα, μα την ακούγαμε: τα τζιτζίκια έπιαναν το τραγούδι τους κατά τις εφτά το πρωί, γύρω στο μεσημέρι φορτσάριζαν, κατά τις δυο με τρεις τα τζιτζιρίσματά τους μας ξεκούφαιναν. Τ’ απόγευμα, που η κάψα μεγάλωνε, τραγουδούσαν βραχνά, παράφωνα, ενώ κατά τις πέντε μπάφιαζαν τελείως και σταματούσαν.

Τα πουλιά μαζεύονταν με του ήλιου το γέρμα, λαός ολάκερος που χλαλοούσε και βουλευόταν, που συζητούσε με χίλιες διαφορετικές λαλιές, χρησιμοποιούσε ένα σωρό γλώσσες. Για να μπορέσουμε να κουβεντιάσουμε κι εμείς με την ησυχία μας, δίχως να υψώνουμε τη φωνή, περιμέναμε να ’ρθει τ’ απόβραδο. Οι γυναίκες της γειτονιάς έπαιρναν τα ποτιστήρια και κατάβρεχαν τα κεφαλόσκαλα, τις αυλές, τους δρόμους, η πύρα π’ ανάδινε το χώμα καταλάγιαζε, η σκόνη που ’χε κουβαλήσει το μελτέμι κατακαθόταν. Σύρριζα στις μάντρες και στα μολοτοίχια, μπροστά στις εξώπορτες, τα δειλινά ξεδίπλωναν ένα ένα τα ροζ και κίτρινα άνθη τους, μέσα στους ασβεστωμένους τενεκέδες τα βασιλικά συνέρχονταν, ζωήρευαν — με το νερό που τους έριχναν, τα φύλλα τους αχνίζαν. Ύστερα, με το τελευταίο φως της μέρας που αποτραβιόταν, οι κοπέλες στα γειτονικά σπίτια κοιτάζονταν στον καθρέφτη, έβαζαν στα μάγουλά τους πούντρα και ρουζ, στολίζονταν, ετοιμάζονταν για τον περίπατο. Κι εμείς, μέσα από των λιόδεντρων τις κουφάλες, τις βλέπαμε που περνούσαν κουνιστές και λυγιστές, που πειθαρχούσαν με κρινένια δάχτυλα τα μπουκλάκια και τα τσουλούφια τους, μας έκαναν εντύπωση τα γελάκια και τα καμώματά τους.

Πολλές φορές, τα διάφορα παιχνίδια και τα κυνηγητά μάς απομάκρυναν κάμποσο από τα κατατόπια μας, βρισκόμαστε σ’ ερημιές και σε μέρη απάτητα πάνω στα γύρω βουνά, πιανόμαστε από σκίνα και ντοροβάτες για να κατέβουμε σε κακοτράχαλα κι επικίνδυνα ρέματα. Μας άρεσε να κρυβόμαστε μέσα στα ώριμα σπαρτά, να χωνόμαστε σαν κυνηγημένα αγρίμια σε σκοτεινές λόχμες, σε καλαμιές, να τρυπώνουμε όπως κι οι νυφίτσες κάτω από φουντωτά κι άγρια βάτα. Τριγύρω ο τόπος έβραζε από ζουζούνια και σκαθάρια, παντού βουβούνιζαν σφήκες και μέλισσες, έμπλεκαν στα μαλλιά μας πολύχρωμες πεταλούδες. Πού και πού έφταναν μέχρι τ’ αυτιά μας ύποπτα συρσίματα, μα δε μας ένοιαζε που βλέπαμε να περνούν μπροστά μας μ’ αδιαφορία τσαπερδόνες και φίδια, που κάτι καρδαμωμένες ακρίδες μάς έπαιρναν για κούτσουρα και λιάζονταν γαντζωμένες στους ώμους, στις πλάτες μας.

Συχνά η νύχτα μάς προλάβαινε αρκετά μακριά από το χωριό, σε μέρη που δε γνωρίζαμε, που δεν είχαμε ποτέ μας εξερευνήσει παρά τις καθημερινές εκδρομές μας. Για να μη χαθούμε, παρατηρούσαμε την πορεία του φεγγαριού, προσανατολιζόμαστε με τους αστερισμούς, είχαμε για οδηγούς τους ανέμους. Άλλωστε, αν χρειαζόταν, οι ελιές και τα πλατάνια θα μας πρόσφεραν πρόθυμα προστασία για να μουλώξουμε στις ρίζες τους ώσπου να ξημερώσει, τα πεύκα θα μας έδιναν άφθονα πούσια για να τα κάνουμε στρώματα, οι λεύκες θα ’πιαναν με το θρόισμά τους μαζί μας κουβέντα και θα μας κρατούσαν συντροφιά, θα ξεχνούσαμε τους φόβους μας.

Σπάνια, όμως, ήμαστε πραγματικά μονάχοι μας.

Μόλις το σκοτάδι άρχιζε να πήζει για τα καλά, έρχονταν στο νου μας ένα σωρό ιστορίες και θρύλοι που ’χαμε πρωτακούσει από τους γονιούς και τους παππούδες μας, ανασταίνονταν μπροστά στα έκθαμβα μάτια μας πανάρχαιοι πολιτισμοί κι εποχές, παιχνίδιζαν τριγύρω μας κόσμοι άυλοι, παραμυθένιοι. Και ξάφνου, εκεί που κοιτούσαμε εκστατικοί, άναβαν κάτι αόρατοι ήλιοι και τους έλουζαν με φως σαν να ’ταν σκηνικά κάποιου γιγάντιου υπαίθριου θεάτρου, ξεδιακρίναμε τότε ένα σωρό παλαιικούς ήρωες, ξακουστούς πολεμιστές και μυθολογικούς βασιλιάδες με τ’ ασκέρια τους, με τους λαούς τους, θρυλικούς ημίθεους που για το χατίρι μας ξανακατοικούσαν τα παλάτια και τη γη τους, επαναλάβαιναν τους άθλους τους.

Η παρουσία τους μας ευχαριστούσε, μας κολάκευε, δε μας φόβιζε ποτέ: είχαμε συνηθίσει από μικρά παιδιά να ζούμε ανάμεσα στα μνημεία που ’χαν αφήσει στο διάβα τους, ο τόπος μας ήταν σπαρμένος από κολόνες των ναών τους. Σε μερικές περιοχές, εκεί που ’σκαβαν στ’ αμπέλια και στα χωράφια, οι χωρικοί ξέχωναν κομμάτια απ’ αγάλματα, πιθάρια κι επιτύμβιες στήλες, σταμνιά γεμάτα με νομίσματα. Δεν περνούσε σχεδόν χρονιά δίχως ν’ ακούσουμε πως κάποιος ξωμάχος είχε ξεθάψει με τ’ αξίνι ή τ’ αλέτρι ένα σκελετό που ’μνησκε άθικτος στον τάφο του, πως είχε περιμαζέψει ευλαβικά τα κτερίσματα και τα νεκρικά δώρα που ’χαν προσφέρει στον νεκρό οι δικοί του. Στο σχολείο, οι δάσκαλοι μας έλεγαν ότι, παρά τους αιώνες που ’χαν κυλήσει, μιλούσαμε την ίδια γλώσσα που μιλούσαν κι οι πρόγονοί μας, μας πήγαιναν στα μουσεία για να διαβάσουμε τα χαραγμένα ψηφίσματα της Εκκλησίας του Δήμου και τις διάφορες επιγραφές, διαπιστώναμε πως ύστερα από τόσους και τόσους αιώνες δεν είχε αλλάξει ούτε ένα γράμμα στην αλφαβήτα μας.

Οι αρχαίοι δεν μας εγκατέλειπαν σχεδόν ποτέ, είχαν χίλιους τρόπους ν’ ανακατεύονται στη ζωή μας, να μας θυμίζουν την ύπαρξή τους. Τα βράδια, στο σπίτι, όταν ερχόταν η ώρα να ετοιμάσουμε της άλλης μέρας τα μαθήματα, τα βρίσκαμε μπαστούνια με τη μυθολογία και την ιστορία τους, είχαμε να κάνουμε με τους μεγάλους άνδρες και πολιτικούς που ’χαν κυβερνήσει τις πολιτείες τους, μπερδευόμαστε με τις φαγωμάρες, τα μίση και τις δολοπλοκίες των θεών τους. Ο πατέρας μου κατέβαζε από ’να ράφι τον Αίσωπο, τον Ησίοδο ή τον Ηρόδοτο κι άρχιζε ο έλεγχος, το διάβασμα, η απαγγελία. Όταν ξεχνούσα καμιά αράδα ή δε θυμόμουν κάποιο όνομα, για να μου διευκολύνει τη μνήμη, ο πατέρας σήκωνε μια λιόβεργα που ’χε γι’ αυτή τη δουλειά: λεπτή, λυγερή, διαλεγμένη για να τσούζει. Την ίδια σχεδόν στιγμή, από τα γειτονικά σπίτια έφταναν μέχρι τ’ αυτιά μου, και κάπως με παρηγορούσαν, οι φωνές και τα κλάματα των συμμαθητών μου που ’χαν κι αυτοί ανάλογα βάσανα με τα δικά μου, άκουγα τις καρπαζιές και τα βρισίδια που συνόδευαν την περιγραφή της μάχης του Μαραθώνα, της Αργοναυτικής εκστρατείας, τους στίχους της Ιλιάδας.

Στην τάξη, όταν ο δάσκαλος μας σήκωνε για να πούμε μάθημα, νιώθαμε σαν να ’χαμε πάρει κι εμείς μέρος στον Τρωικό πόλεμο, μας πονούσαν τα δάχτυλα από τις χαρακιές, τα κωλομέρια μας είχαν μελανιές, το κεφάλι μας ήταν γεμάτο καρούμπαλα. Κάθε μέρα αναρωτιόμαστε με αγωνία πότε θα ’παιρναν τέλος οι σφαγές που διαδέχονταν η μια την άλλη στην κοιλάδα του Σκάμανδρου, πότε θα κουράζονταν κι από τα δυο μέρη οι ήρωες, περιμέναμε ν’ ακούσουμε ότι λιποταχτούσαν απλοί και άσημοι στρατιώτες. Απ’ ό,τι καταλαβαίναμε, ύστερα από τόσα και τόσα χρόνια άκαρπης πολιορκίας, οι Αχαιοί είχαν αρχίσει να βαρυγκομούν, βλέπαμε πως πολεμούσαν ράθυμα, πως έχαναν πολλές κρίσιμες μάχες. Κάθε φορά που οι εχθροί τούς έπαιρναν φαλάγγι, χαιρόμαστε, ευχόμαστε να νικήσουν οι Τρώες, παρακαλούσαμε στην προσευχή μας να πάνε καλά τα πράγματα για το στρατό των Δάρδανων.

Μια μέρα πήγαμε στον παπά της ενορίας και τον ρωτήσαμε αν γινόταν να κάνει μια ειδική δέηση για λογαριασμό μας.

— Για ποιό πράγμα; απόρησε ο παπάς.

Του εξηγήσαμε ότι σε λίγες μέρες θα μονομαχούσαν ο Έκτορας κι ο Αχιλλέας, αλλά πως τίποτα δε θ’ άλλαζε για μας· όποια κι αν ήταν η έκβαση της μονομαχίας, εμείς θα την πληρώναμε, θα συνεχίζονταν τα βάσανά μας. Αν ο Έκτορας σκότωνε τον Αχιλλέα, η μάνα του, η Θέτιδα, θα ’ριχνε στα μαλλιά της στάχτη και θα τον θρηνούσε, θ’ ανέβαινε στον Όλυμπο και θα ξεσήκωνε τους θεούς, θα ’πεφτε στα πόδια τους για ν’ ακούσουν τα παρακάλια της, για να τη βοηθήσουν να εκδικηθεί το χαμό του μονάκριβου γιου της. Κι ο πόλεμος θα ξανάπιανε, πιο άγριος και πιο φονικός από πριν, οι μάχες θα ξανάρχιζαν λυσσαλέες. Αν πάλι νικητής έβγαινε ο Αχιλλέας, η προστάτιδα του Έκτορα, η Αφροδίτη, θα ’παιρνε το πράγμα για προσωπική προσβολή και θα χόλιαζε, θα πήγαινε να βρει τον Δία κουνιστή και λυγιστή, παρφουμαρισμένη, μισόγυμνη. Ήξερε εκείνη τα τρωτά του Νεφεληγερέτη, θα τον έπειθε να εγκαταλείψει την ουδετερότητά του και να ξαναμπεί, όπως άλλοτε, στον καβγά, ώστε να εμποδίσει τη νίκη των Δαναών, να μην επιτρέψει να χαθεί η πόλη των Τρώων.

— Τότε τί να κάνουμε; ρώτησε χαμογελώντας ο παπάς.

Του ’παμε πως η καλύτερη λύση θα ’ταν να βγουν από τη μέση και ο Αχιλλέας και ο Έκτορας, να σκοτώνονταν μαζί, την ίδια στιγμή, στο ίδιο μέρος. Έτσι δεν θα υπήρχε ούτε νικητής ούτε ηττημένος· οι Αχαιοί θα θρηνούσαν για την απώλεια του πιο μεγάλου ήρωά τους, ενώ οι Τρώες θα ’κλαιγαν τον πιο γενναίο υπερασπιστή της πατρίδας τους, τον πιο ατρόμητο πρόμαχό τους. Δαναοί και Δάρδανοι θ’ αναγκάζονταν να παραδεχτούν ότι κανείς τους δε θα ’βγαινε κερδισμένος απ’ αυτό τον πόλεμο, πως οι μεν και οι δε έχαναν άδικα τον καιρό και τα λεφτά τους, τα καλύτερα παλικάρια τους.

Ο παπάς κούνησε το κεφάλι συλλογισμένος:

— Αχ, παιδιά μου… Μακάρι να ’ταν έτσι εύκολα τα πράγματα, στέναξε.

Βλέποντας πόσο ήμαστε απογοητευμένοι, πως είχαμε απομείνει βουβοί και περίλυποι, μας λυπήθηκε, κάθισε και κουβέντιασε κάμποση ώρα μαζί μας για το σχολείο και για τα μαθήματα, για τα παιδικά μας μικροβάσανα, προσπάθησε να μας κάνει να ξεχάσουμε το πρόβλημά μας.

Ξαφνικά, εκεί που ετοιμαζόμαστε να φύγουμε, μας φάνηκε πως του ’χε έρθει μια ιδέα, είδαμε που το πρόσωπό του φωτίστηκε:

— Μα για πείτε μου… Δε σας είπαν ακόμα τίποτα οι δάσκαλοι για το στρατήγημα του Οδυσσέα; ρώτησε χαμηλώνοντας τη φωνή του.

Ξαναγυρίσαμε κοντά του, τον περιτριγυρίσαμε, όπως τα κλωσοπούλια τη μάνα τους, κρεμαστήκαμε από το χείλια του.


Κάναμε σαν τρελοί από τη χαρά, του παπά τα λόγια είχαν πέσει σαν σταγόνες βάλσαμο στην ψυχή μας, είχαν αναπτερώσει τις ελπίδες μας. Αχ και να μπορούσαμε να βοηθήσουμε το βασιλιά της Ιθάκης να βάλει σ’ εκτέλεση όσο γινόταν πιο γρήγορα το τολμηρό σχέδιό του, να γίνουμε σύντροφοί του, να καταταχτούμε στην ομάδα των αποφασισμένων και γενναίων Αχαιών που θα κλείνονταν και θα περίμεναν πάνοπλοι μέσα στα σπλάχνα του ξύλινου αλόγου του… Ήμαστε έτοιμοι να κάνουμε τα πάντα για να προχωρήσει το έργο, να δώσουμε ένα χέρι στους μαραγκούς και στους εργάτες που θα δούλευαν στο γιαπί του, που θ’ αρμολογούσαν κρυφά, πίσω από μια καμπή του Σκάμανδρου, τα διάφορα κομμάτια του… Με κάθε μέρα που θα περνούσε, ο Δούρειος Ίππος θα ’παιρνε μορφή — θα στυλώνονταν πρώτα γερά στη γη οι οπλές του, ύστερα θα στήνονταν τα πόδια του, οι καλφάδες θα προσάρμοζαν και θα κάρφωναν τα καμπυλωτά σανίδια που θα σχημάτιζαν το στήθος, τα πλευρά, τα καπούλια του… Ακόμα λίγο κουράγιο, ακόμα λίγη δουλειά, κι όπου να ’ταν θ’ αντικρίζαμε να υψώνονται μπροστά μας ο δυνατός λαιμός του και το περήφανο κεφάλι του, να φυτρώνει η στολισμένη μ’ αληθινές αλογότριχες ουρά του…

Και νά, είχε φτάσει, επιτέλους, η μεγάλη κι επίσημη στιγμή, ο Οδυσσέας έκανε προσκλητήριο στους άντρες του, φορούσε μια όμορφη και φανταχτερή πανοπλία, μας καλούσε να πάμε μαζί του, αναγνωρίζαμε τους θρυλικούς συντρόφους του… Προχωρούσαμε, ζυγώναμε, τρέμαμε από συγκίνηση, σφίγγαμε ένας ένας με δέος το χέρι του κατάξανθου Μενέλαου, ο Διομήδης μας έκοβε τα ήπατα με το θεόρατο κορμί και την αγριωπή όψη του, ύστερα κάπως συνερχόμαστε ξεδιακρίνοντας εδώ κι εκεί μέσα στ’ άλογο τα πιο συνηθισμένα σουλούπια του Σθένελου, του Ακάμα και του Ερμόλαου, ακούγαμε σκόρπια λόγια από κάποιο τραγούδι του νεαρού Νεοπτόλεμου, χαμογελούσαμε με τις βλαστήμιες του Θόα…

Αυτός ήταν που ’χε ανακαλύψει το σύστημα για ν’ ανοιγοκλείνει μια κυλιόμενη πόρτα που υπήρχε στην κοιλιά τ’ αλόγου, περνούσε ώρες και ώρες λαδώνοντας και δοκιμάζοντας τον πολύπλοκο μηχανισμό της, παλεύοντας με τροχαλίες και με μοχλούς, κερώνοντας τα σκοινιά της. Κάθε φορά που κάποιος σύντροφός του κάτι μετακινούσε ή άγγιζε άθελά του, ο Θόας νευρίαζε, θύμωνε, αρπαζόταν μαζί του. Δεν είχε άδικο: όσος καιρός κι αν περνούσε, η πόρτα έπρεπε να ’ναι έτοιμη ν’ ανοίξει γρήγορα, γλυκά, αθόρυβα, η επιχείρηση κινδύνευε ν’ αποτύχει αν κάποια τροχαλία πάθαινε καμιά εμπλοκή, αν η ανεμόσκαλα, που θα χρησίμευε για την έξοδο των πολεμιστών, έμπλεκε κάπου και δεν μπορούσε να ξετυλιχτεί.

Είχαμε τόσο αναψυχωθεί βγαίνοντας από του παπά το σπίτι, ήταν τόσο ερεθισμένη η σκέψη μας, που βλέπαμε κιόλας μπροστά μας τον Οδυσσέα και τους άντρες του να βγαίνουν ένας ένας από το ξύλινο άλογο και να πηδούν στη γη των Δάρδανων, να πέφτουν πάνω στους φρουρούς που περιπολούσαν πάνω στα τείχη και να τους σφάζουν, να τους παίρνουν τα κλειδιά της Τροίας για ν’ ανοίξουν την κεντρική πύλη της, για να πιάσουν στον ύπνο ολάκερο το στρατό της…

Ακούγαμε κιόλας από τη μεριά της θάλασσας το πηλαλητό των Αχαιών που πρόστρεχαν, η πεδιάδα του Σκάμανδρου σειόταν ολάκερη από τ’ απειράριθμο ασκέρι τους, η γη βροντοκοπούσε από τ’ άρματα και τ’ άλογά τους. Δεν υπήρχε πια σωτηρία για το Ίλιο… Όπου να ’ταν οι Δαναοί θα νικούσαν, θα καταχτούσαν, επιτέλους, κείνη την καταραμένη πολιτεία που ’χε περιφρονήσει επί χρόνια και χρόνια τη δύναμή τους, που ’χε ντροπιάσει στα μάτια όλου του κόσμου τον τόπο τους, σπιλώσει την τιμή τους.


2

Παρόλο που τα βιβλία μας προδίκαζαν την επιτυχία του στρατηγήματος του Οδυσσέα και τη νίκη των Αχαιών, εμάς όλο και μας έζωναν οι φόβοι, οι αμφιβολίες μάς τριβέλιζαν. Οι δάσκαλοι μας έλεγαν πως μια ανεμοπαρμένη ιέρεια, η Κασσάνδρα, έβγαινε συχνά και περπατούσε πίσω από τις πολεμίστρες των τειχών της Τροίας, πως δείχνοντας το ξύλινο άλογο των Δαναών ούρλιαζε σαν λυσσασμένη, του πετούσε πέτρες, το ξόρκιζε, το καταριόταν. Αν και δεν είχαν πάρει ποτέ στα σοβαρά στο παρελθόν τις παράξενες προφητείες και τα παραληρήματά της, οι Τρώες σέβονταν την τρέλα που της είχαν δώσει οι θεοί, ήταν συνηθισμένοι από χρόνια στην παρουσία της, τους άρεσε να βλέπουν πάνω στα τείχη τη μορφή της, ν’ ακούνε τ’ ακαταλαβίστικα λόγια της, τους δίχως άκρη και μέση χρησμούς της.

Σίγουρα ο Οδυσσέας θ’ ανησυχούσε, όπως κι εμείς, τον φανταζόμαστε να πηγαίνει και να ’ρχεται νευρικά, να ξαίνει με τα δάχτυλα τα γένια του, να μουρμουρίζει. Με την παραμικρή κουβέντα που του ’λεγαν παρεξηγιόταν, θύμωνε, μέσα στ’ άλογο άρχιζε η φαγωμάρα, η βαρυγκόμια γενικευόταν. Μόλο που ’χαν τόσο καιρό να δουν την πατρίδα τους, οι Αχαιοί δεν είχαν καθόλου ξεχάσει τις διαφορές, τις έχθρες, τα μίση τους, αρπάζονταν στα ξαφνικά εκεί που συζητούσαν φιλικά και ήσυχα, λογομαχούσαν για ψύλλου πήδημα, βρίζονταν. Ο καθένας είχε δική του γνώμη για την κατάσταση, ήθελε να γίνει τούτο κι όχι τ’ άλλο, κάποιος δίπλα του υποστήριζε τ’ αντίθετο και το κακό άρχιζε.

Ξέροντας ότι αυτός ήταν η αιτία που ’χε ξεσπάσει ο Τρωικός πόλεμος, ο Μενέλαος απόφευγε όσο μπορούσε τις συζητήσεις με τους συντρόφους του, αποτραβιόταν στο γιατάκι του κι έμενε ολομόναχος με τις ώρες, συλλογιζόταν, αναχάραζε τις αναμνήσεις του. Πού και πού, τώρα τελευταία, μέσα στην ησυχία της νύχτας, σαν να του φαινόταν πως άκουγε έξω από τ’ άλογο περπατησιές, συρσίματα, ψίθυρους, ήταν βέβαιος πως οι θάμνοι φουρφούριζαν. Ξαφνικά, κάποιος χτυπούσε διακριτικά την κοιλιά του ξύλινου ζώου στο μέρος ακριβώς όπου κοιμόταν ο βασιλιάς της Σπάρτης, ένα χέρι έψαυε απαλά τα κούφια πόδια του, μια γλυκιά και μαυλιστική γυναικεία φωνή γλιστρούσε σαν ανάλαφρη πνοή ανέμου στο εσωτερικό του:

— Μενέλαε… Μενέλαε… Μενέλαε…

Εκείνη ήταν!… Η γυναίκα του, η Ελένη!… Την ένιωθε, την οσφραινόταν σαν το σκυλί, την αναγνώριζε, πεταγόταν από το στρώμα του κι έτρεχε τρεκλίζοντας με τα μπράτσα ανοιχτά για να τη σφίξει στην αγκαλιά του, την καλούσε, τη φώναζε… Πανικόβλητοι, οι σύντροφοί του έπεφταν γρήγορα πάνω του για να τον συγκρατήσουν, τον κουκούλωναν με κουβέρτες για να μην ακουστούν οι φωνές, κι άμα έβλεπαν πως ο Μενέλαος δε συνερχόταν και πως υπήρχε κίνδυνος να προδοθούν, τον έδεναν, τον φίμωναν.

Πάλι καλά, συλλογιόμαστε, που δεν είχε ο Διομήδης τέτοιου είδους παρακρούσεις, που δεν τον έπιαναν μανίες, που δεν έβλεπε οράματα. Ποιός θα τον έκανε ζάφτι αυτόν, έτσι που ήταν πανύψηλος και χεροδύναμος, ποιός θα τολμούσε να πέσει πάνω του για να τον συγκρατήσει, για να τον δέσει με σκοινιά, να του κλείσει το στόμα!…

Παρά τη φοβερή όψη του και το εντυπωσιακό του μπόι, ο Αργίτης ήρωας ήταν ειρηνικός κι ήσυχος άνθρωπος. Αναρωτιόμαστε πώς και γιατί είχαν βγει αυτές οι φήμες που τον παρουσίαζαν σαν έναν από τους πιο πολεμόχαρους και πιο σκληρόκαρδους Αχαιούς, από ποιούς προέρχονταν οι διαδόσεις πως ο Διομήδης περνούσε την ώρα του μετρώντας τους εχθρούς που ’χε ξεκάνει με τα ίδια του τα χέρια, ότι περηφανευόταν συνέχεια για την ανδρεία του, δεν έπαυε να ξιπάζεται για τα κατορθώματά του…

Από τη συμπεριφορά και τα λεγόμενά του, ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς πως κατά βάθος δεν τ’ άρεσαν καθόλου οι αιματοχυσίες κι οι πόλεμοι, ότι σιχαινόταν τις άδικες σφαγές, περιφρονούσε βαθιά τους πολεμιστές που κατάφευγαν σε άνανδρους δόλους. Μέσα στ’ άλογο, όλοι οι σύντροφοί του ήξεραν ότι από την αρχή είχε διαφωνήσει με τον Οδυσσέα για το σχέδιό του. Έβρισκε πως ο Δούρειος Ίππος ήταν βαριά κι ασυγχώρητη ύβρις προς τους θεούς, ότι θα ντρόπιαζε αιώνια τους Δαναούς, θα σπίλωνε για πάντα την τιμή και την αξιοπρέπειά τους.

Ο βασιλιάς της Ιθάκης δεν τον είχε πείσει εύκολα.

Τί να του ’ταζε για να τον δελεάσει; Τον Διομήδη δεν τον συγκινούσαν καθόλου τα πλούτη κι οι θησαυροί, οι φιλόδοξες εκστρατείες κι οι καταχτήσεις των Ελλήνων τον άφηναν αδιάφορο. Έλεγε πως δεν καταλάβαινε γιατί οι άνθρωποι σκοτώνονται και σφάζονται για να πάρουν ο ένας τον τόπο του άλλου, γιατί αλληλοτρώγονται για να ελέγχουν με το στρατό και τα καράβια τους στεριές και θάλασσες, γιατί, στα καλά του καθουμένου, τα βάζουν με τους γείτονές τους. Οι θεοί, πρόσθετε, είχαν θελήσει όλους του θνητούς λεύτερους πάνω στη γη, στην πατρίδα του, μα όπως και για όλα τα ζωντανά πλάσματα τους είχαν ορίσει τα μέρη όπου θ’ αναζητούσαν και θα ’βρισκαν τη θροφή τους, τους είχαν δείξει καλά μέχρι πού είχαν δικαίωμα να περιπλανηθούν, πού ακριβώς βρίσκονταν τα σύνορα της επικράτειάς τους.

— Ξεπεράσαμε τα όρια, αρχίσαμε να πατάμε ξένα χωράφια. Να δείτε που κάποτε θα το πληρώσουμε, στέναζε ο Διομήδης.

Για να τον κάνει ν’ αλλάξει γνώμη, ο Οδυσσέας τον είχε βεβαιώσει ότι ο δόλος ήταν ο μόνος τρόπος για να πάρει τέλος αυτός ο φοβερός πόλεμος, για να μην πάνε στράφι κι άλλες ζωές, για να μην υποστούν οι Αχαιοί κι άλλες αβάσταχτες θυσίες. Με το κόλπο του ξύλινου αλόγου, αργά ή γρήγορα οι Τρώες θα ’πεφταν στην παγίδα: όταν οι Δανοί θα πετάγονταν κάποτε πάνοπλοι από τα σπλάχνα του, ολάκερος ο στρατός του Πρίαμου θα ’ταν ανώφελος, δε θα του χρησίμευαν σε τίποτα οι σύμμαχοί του, τ’ ανεξάντλητα πλούτη του.

Άραγε τα πίστευε όλα αυτά ακόμα;

Όσο κι αν έδειχνε νευρικός, όσο κι αν ήταν ευερέθιστος, ο βασιλιάς της Ιθάκης έμοιαζε να διατηρεί κατά βάθος όλη του την αισιοδοξία. Οι θεοί είχαν εκδηλώσει τη συγκατάνευσή τους για το σχέδιό του μ’ ένα σωρό σημεία κι ευοίωνα όνειρα, οι ιερείς κι οι μάντεις που ’χε συμβουλευτεί ήταν βέβαιοι για την επιτυχία του. Ακόμα λίγη υπομονή, ακόμα λίγο κουράγιο και θα ερχόταν η ευλογημένη μέρα, η κατάλληλη στιγμή θα ’φτανε.

Δεν ήταν δυνατό να τον είχαν ξεγελάσει οι Ολύμπιοι· κάποτε η Τροία θα καταχτιόταν. Στο μεταξύ, όμως, είχε κατακτηθεί η πατρίδα μας.

Μακάρι να μπορούσαμε να διηγηθούμε στον Οδυσσέα τα πάθια μας, να του ιστορήσουμε τα δεινά που ’χαν πέσει στη γη μας… Αλλά με τί καρδιά να του λέγαμε πως είχαν καταφτάσει σύννεφα σαν τις ακρίδες οι Γερμανοί, ότι σημαίες μ’ αγκυλωτούς σταυρούς κυμάτιζαν στις ακροπόλεις μας… Πώς να κοτούσαμε να του ομολογήσουμε ότι τα στρατεύματα του Χίτλερ κυριαρχούσαν παντού, από τον Όλυμπο μέχρι τον Ταΰγετο, πως είχαν μολύνει με τη βέβηλη παρουσία τους τους Δελφούς, είχαν βάλει πόδι στις Μυκήνες, στη Σπάρτη, στο Άργος… Ποιός να τολμούσε ν’ αποκαλύψει στο βασιλιά της Ιθάκης ότι το αγαπημένο του νησί στέναζε κάτω από το ζυγό των καταχτητών, πως οι Ιθακιώτες υπόφεραν πολύ, όπως όλοι μας, πέθαιναν κατά εκατοντάδες κάθε μέρα από την πείνα…

Όταν οι δάσκαλοι μας περίγραφαν τα βάσανα της φαμίλιας του και τα μαύρα χάλια του παλατιού του, η καρδιά μας πληγωνόταν, ένας κόμπος έσφιγγε το λαρύγγι μας. Ποιός να ’ξερε, συλλογιόμαστε, τί αβάσταχτα βάσανα τραβούσε η κακομοίρα η Πηνελόπη για να περισώσει ό,τι απόμενε από το νοικοκυριό της, για να ζήσει, για να μεγαλώσει ολομόναχη το μονάκριβο αγόρι της… Για να τα βγάλει πέρα, θα πούλαγε κι αυτή, όπως και οι μανάδες μας, λίγη λίγη την προίκα της, τα χαλκώματά της, οι μαυραγορίτες θα την έφερναν βόλτα για να της πάρουν, για λίγο τρόφιμα, όλα της τα υπάρχοντα. Μα όπως και τόσες άλλες γυναίκες γύρω μας κείνα τα χρόνια, θα κρατούσε τη θέση της, θα υπεράσπιζε μέχρι το τέλος την τιμή της. Ξέραμε καλά ότι ποτέ δε θα πρόσπεφτε στους εχθρούς, δε θα ταπεινωνόταν, πως δε θα συνθηκολογούσε με κανένα πρόσχημα μαζί τους.

Η πείνα, όμως, όλο κι έσφιγγε.

Βλέποντας το κακό που γινόταν στα δικά μας τα μέρη, συμπεραίναμε πως η κατάσταση στην Ιθάκη θα ’ταν απελπιστική. Το νησί είχε ελάχιστα καλλιεργήσιμα χωράφια, η περισσότερη γη του ήταν στέρφα, και μοναχά μερικά λιτοδίαιτα γίδια άντεχαν να ζήσουν στα φαλακρά του βουνά. Έτσι που πήγαιναν τα πράγματα, όταν ο Οδυσσέας γύριζε κάποτε με το καλό από την Τροία, κινδύνευε να βρει την οικογένειά του ξεκληρισμένη, το σπίτι του ρημαδιό, την πατρίδα του ερημωμένη. Πόσο καιρό ακόμα οι Ιθακιώτες θα επιβίωναν τρέφοντας το κορμί τους με λαχανίδες, αγριοχόρταρα και λούπινα, μέχρι πότε θα ξεγελούσαν την πείνα τους μασουλίζοντας χαρούπια σαν τα γουρούνια…

Στο λιμάνι, που άλλοτε έσφυζε από ζωή και κίνηση, θα ’χαν νεκρωθεί τα πάντα σαν να ’χε πέσει πανούκλα, μπροστά στις δεμένες τους βάρκες οι ψαράδες θα ’κλαιγαν τη μοίρα τους, θα κοιτούσαν συλλογισμένοι τα ξηλωμένα τους δίχτυα, τις μισοδιαλυμένες απόχες, τ’ άχρηστα πια παραγάδια τους. Πού να ’βρισκαν λεφτά για ν’ ανανεώσουν τα σύνεργά τους, για ν’ αγοράσουν πίσσα και να καλαφατίσουν τα πλεούμενα, για να παραγγείλουν στις υφάντρες καινούρια πανιά… Λίγο πιο πέρα, στην αγορά, εκεί που μια φορά κι έναν καιρό συνωστίζονταν έμποροι, βαστάζοι, πελάτες, στα μαγαζιά που βούιζαν από τ’ αλισβερίσια και τις φωνές, τώρα θα βασίλευαν η ερημιά κι βουβαμάρα, τα τεράστια πιθάρια με τα κρασιά και τα λάδια θα ’ταν άδεια στις αποθήκες, δε θα υπήρχε μήτε ένα σπυρί στάρι στ’ αμπάρια.

Εξαντλημένοι, απελπισμένοι, περίφοβοι, μερικοί γέροντες πρόκριτοι θα συνάζονταν κρυφά κι απόκρυφα σε κανα σπίτι και θα κουβέντιαζαν, θα ρωτούσαν μ’ αγωνία τους μάντεις αν έβλεπαν κάποιο καλό οιωνό, ένα σημείο παρήγορο.

Πόσο θα ’θελαν να ξέρουν πότε θ’ ανάθρωσκαν πάνω από τις κορφές των βουνών οι καπνοί από τις φρυκτωρίες που θ’ ανάγγελναν την πτώση της Τροίας, αν οι θεοί θα τους αξίωναν ν’ αντικρίσουν μια μέρα στον ορίζοντα τα καράβια του Οδυσσέα, αν θ’ άκουγαν τα ρυθμικά χουγιαχτά των ερετών που θα τραβούσαν ακούραστα και γρήγορα κουπί, τις κραυγές των ναυτών που θα μανουβράριζαν…


Άρης Φακίνος. 1989. Τα παιδιά του Οδυσσέα. Αθήνα: Καστανιώτης.