Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Δ. Π. Παπαδίτσας

Σκάμανδρος


Στάλα τη στάλα με γιγάντωσε το σύννεφο
κι ο σταλαχτίτης

κι ό,τι έπραξα και σκέφτηκα με νου και χέρια κι είπα
στων άγριων στρόβιλων βαθιά πέφτουν την άγρια τρύπα
(στων αφροστρόβιλων βαθιά πέφτουν τη μαύρη τρύπα)
Τέρας θεϊκό ακρονέφελο το κάθε μου πλοκάμι
θηλιά γύρω απ’ το θώρακα θανατερή τον σφίγγει
κι άκουγε η χθόνα κι ο ουρανός κι αγρίευε το ποτάμι
(φωτιά) φλόγα ιερή στον Όλυμπο ανεβαίνει απ’ το λαρύγγι

Ποπό και πώς ανέβη
το πρόσταγμα ήταν των θεών να βουτηχτεί στα ερέβη
χτυπώντας μια χτυπώντας δυο τις κνήμες του Πηλείδη
που άγριο το μάτι του έλαμπε κάτω απ’ το αλλόφρον φρύδι
κι από τα ερέβη να ορθωθεί το πρόσταγμα ήταν πάλι
ωσάν την Άτη να περνάει σύρριζα απ’ το κεφάλι
του ξακουστού, που σπάθιζε το αφρόνερο κι εχύμα
ίδιο σκυλί λυσσάρικο που αγριεύει μπρος στο κύμα

Σαν πυρωμένο σίδερο μες στο νερό που σβήνει
ατσάλι τού ’γινε η καρδιά στου ποταμού τη δίνη

κι έκλαιαν θνητοί και ημίθεοι κι έκλαιαν νεκροί στον Άδη
φιδογυρίσματα νερών βγάζαν απ’ το σκοτάδι
φωτιές και μαστιγώματα στα στήθη του Αχιλλέα,
κάθε χτυπιά κάθε φωτιά κάθε πλοκάμι κι όχθη
από τα φτεροπόδαρα κι απ’ το κορμί του εδιώχθη
του γιου της θαλασσοθεάς και του θνητού Πηλέα.

Μέσα μας είναι ο Σκάμανδρος κι έξω μας είναι ο Ξάνθος
η ρίζα μας βαθιά στη γη και στον αέρα τ’ άνθος

μα ρίζα κι άνθος δε βολεί στο νου να τα χωρίσει
και τάφος είναι και σπαθιά στο φως το κυπαρίσσι

πλάι σε μια κρήνη που μιλάει με την ψυχή και δίνει
τον όρκο τον πρωτάκουστο στη λήθη η Μνημοσύνη.

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΜΑΧΗ

Ως η προχωρημένη νεροσυρμή χωρίς πηγή
περιβάλλει κυκλοτερείς ρίζες — όμως από μακριά η δύναμις έχει έλασμα ή φωλεά της
τους μικρούς κόκκους του νου, αυτούς που η υπεροχή της ενδιπλώσεως των ουρανίων βλεμμάτων
απότοκα νιοστών κλασμάτων — όμως η Θηβαΐς η πλατιά της οικουμένης γειτονιά εξαπλούται και αφήνει
φευγαλέα εντυπώματα εκ της τυχαίας αφής
ήθελες λοιπόν το τέρας να υψωθεί Αχιλλέα αστρόπληκτο με αστραπών πλοκάμια που
η δίνη διαιρούμενη από το κλάσμα της δίνει το αποτέλεσμα που ο λόγος το σμικρύνει, ενώ τα μυριάδες
όμματα έστω εξοστρακισμούς έστω απολιθωμένες λήθες προσφέρουν υπερούσιες αρπάγες στα φτωχά
μας εννενιάζοντα ρυάκια, ω, πάλι ω, πάλι ω άστρο φευγαλέο με μια και μόνη απελπισμένη
ιδιότητα: να ’χει από κρύσταλλους χιλιοδοσμένους στη φυγή του νεφελώματος στο πρώτο δευτερόλεπτό του
Όμως τη στιγμή αυτή έχω δυο χέρια και δυο πόδια καρφωμένα
σε δίσκο νοητό
Αχιλλέα το μάτι σου ηλεκτρίζει όπως χτυπάει τους ποταμίσιους πλοκάμους
Ξάνθε και Σκάμανδρε, είπες, μου τσακίζετε τα κόκαλα
αλλ’ όμως έχω κόκαλα δικού σας είδους
νερό κι αφρό κι αστραπονέφελο κορμί
και κνήμη δυνατή που αντέχει στα χτυπήματα και στην παγίδα
κι η γροθιά μου απειλεί θεούς που ταιριάζει σε θεό
και το λοξό μου βήμα είναι η παγίδα που δεν υποψιάζονται όλα τα ποτάμια
από νερό ή θεϊκά. Και τ’ αστραπόβροντο
με νύχτα ανάμιχτο και φεγγαροκαμένο δάσος
Σκάμανδρε ωσάν σφεντόνα θα σε γυροφέρνω
και το βουνό που έχεις στην άκρη θα στενάξει
θεϊκή μου απ’ τη θανή σου η οργή με ξεδιπλώνει
γίγαντα εκδικητή
του Πριάμου όμως τα μαλλιά και τ’ αργυρά του δάκρυα
λίγο και θα λυγίσουν την καρδιά μου

5/4/87

Δ. Π. Παπαδίτσας. 1987. Τα Κατάλοιπα. Αθήνα: Ανέκδοτη συλλογή. Στον συγκεντρωτικό τόμο: Δ. Π. Παπαδίτσας. 1997. Ποίηση. Αθήνα: Μέγας Αστρολάβος-Ευθύνη.