Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιάννης Πάνου

Ιστορία των μεταμορφώσεων


(αποσπάσματα)


Οι παλιότεροι λένε πως κάθε μεγάλη περιπλάνηση αρχίζει με την αναζήτηση ενός καινούριου δρόμου. Από τους δύο μέχρι τώρα γνωστούς ο ένας ξεκινώντας από τη Δυτική Κίνα διέσχιζε τη Μπουχάρα, έφτανε στα Περσικά σύνορα και κατέληγε στα δικά μας τελωνεία. Ο δεύτερος από την Κίνα κατέβαινε τη θάλασσα μέχρι την Ταπροβάνη, κι αποκεί με περσικά καράβια έφτανε στα στόμια του Τίγρη και του Ευφράτη και στη συνέχεια πάλι στα δικά μας τελωνεία. Ο τρίτος δρόμος έπρεπε ν’ αφήνει τους Πέρσες έξω από το παιχνίδι. Ρίχτηκαν έτσι στα πέλαγα νέοι με λιονταρίσιες καρδιές, τυχοδιώκτες αμφίβολης καταγωγής, που φεύγοντας δεν άφηναν τίποτα πίσω τους, αποφασισμένοι να μην αφήσουν τίποτα να τους φράξει τον δρόμο μπροστά τους. Οι πιο πολλοί χάθηκαν μέσα στη φτήνια και δεν τους έκλαψε κανείς. Λίγοι, που γύρισαν νωρίς χωρίς να είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των κυρίων τους, τέλειωσαν τις μέρες τους στη φυλακή ή στοίχειωσαν με τη φιγούρα τους τα καπηλειά των λιμανιών, παζαρεύοντας αμέτρητες φορές την ίδια ιστορία. Κι ακόμη λιγότεροι δεν γύρισαν ποτέ, ξεχνώντας τον σκοπό του ταξιδιού και τους χρηματοδότες, κρατώντας σφιχτά πάνω τους τους μυστικούς χάρτες με τα περάσματα και τα σημεία. Τους ξεχωρίζεις από έναν περίεργο ρυθμό στην κίνησή τους, μονότονο, χωρίς επαναλήψεις, από τα μετρημένα λόγια και μιαν αμυδρή βαθιά λάμψη στον πυθμένα του ματιού τους. Προτιμούν τα φτηνά ξενοδοχεία κοντά στα σταυροδρόμια, και λένε πως κάποια ανεξιχνίαστη σχέση αναπτύσσεται πάντα ανάμεσα σ’ αυτούς και τον ξενοδόχο τους. Χωρίς να είναι σπάταλοι, δεν δείχνουν να τσιγκουνεύονται το χρήμα τους παρόλο που είναι λιτοδίαιτοι, με μιαν ελάχιστη απόκλιση σε ό,τι έχει σχέση με το παλιό κρασί, και όταν πεθαίνουν, ένα καλά σφραγισμένο κιβούρι ταξιδεύει με τη φροντίδα του ξενοδόχου προς άγνωστη κατεύθυνση.

Έχουν καταγραφεί πολλοί τρόποι με τους οποίους κάποιος αποφασίζει ν’ αρματώσει την ψυχή και το σώμα του προκειμένου να αποδυθεί σε ένα δύσκολο έργο, να επιδιώξει έναν δυσπρόσιτο στόχο, ένα επισφαλές ταξίδι ή την προσέγγιση ακανθώδους φιλοσοφικού προβλήματος, έτσι ώστε τελικά να αντεπεξέλθει με σχετική επιτυχία και το σπουδαιότερο χωρίς απώλειες. Ιδού δύο από αυτές τις τεχνικές, που βέβαια δεν επελέγησαν τυχαία. Η πρώτη μέθοδος ανήκει στον ιερό Αυγουστίνο, που δεν παραλείπει σχεδόν ποτέ στην αρχή κάθε σημαντικού κεφαλαίου του, με συνεχείς προσφωνήσεις προς τον Θεό, να δηλώνει ταπεινά τον φόβο του μπροστά στο μέγεθος του εγχειρήματος: «Ερευνώ, ερευνώ Πατέρα μου, δεν διατυπώνω ισχυρισμούς». Αντίθετα ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, στο πρώτο κεφάλαιο του Περί Μυστικής Θεολογίας συγγράμματός του, με μιαν αξιοσημείωτη απουσία οποιουδήποτε φόβου, αναπέμπει αντί εισαγωγής την ακόλουθη προσευχή: «Τριάδα υπερούσια και υπέρθεη και υπεράγαθη, οδήγησέ μας στην υπεράγνωστη και υπερφώτεινη και ακρότατη κορυφή των μυστικών Λογίων· οδήγησέ μας εκεί όπου είναι καλυμμένα τα απλά και απόλυτα και άτρεπτα μυστήρια της θεολογίας, στον υπέρφωτο γνόφο της κρυφιομύστου σιγής, που με το βαθύ του σκοτάδι υπερλάμπει υπερφανέστατα και, μένοντας ανέγγιχτος και αόρατος, γεμίζει με υπέρκαλη λάμψη τους τυφλωμένους νόες».

Θα πρέπει να θυμίσω ότι καταμαρτυρούνται πολύ πιο θεαματικές τεχνικές, αρκετά απλούστερες από τις δύο προηγούμενες και κυρίως άμεσης απόδοσης, όπως για παράδειγμα το στέργιωμα ενός γεφυριού πάνω στο σώμα νεαρής παρθένας, ή η εγκαθίδρυση του ναού πάνω στο συντριμμένο κεφάλι του όφεως, ή ακόμη η θεμελίωση του οίκου του ανθρώπου στο αίμα του κόκκινου κόκορα. Ξεκίνησα πολύ πιο απλά. Πλύθηκα με κρύο νερό, έβαλα στο σάκο κάμποσα κριθαρένια παξιμάδια, λίγους βόλους αλάτι και το μαχαίρι, και γύρισα προς την ανατολή. Κοντά σε κάποιες αραβικές φυλές έμαθα τη γλώσσα των ζώων και των πουλιών. Απόχτησα αυτήν την ικανότητα τρώγοντας καρδιά και συκώτι από ένα ορισμένο είδος φίδι. Μετά άρχισα να καταλαβαίνω τις ιστορίες των ανθρώπων.

— Τσουάνγκ Τσου, Τσουάνγκ Τσου, επανέλαβε με έμφαση μερικές φορές το μεταξωτό κουβάρι, ώσπου να εννοήσω ότι αυτοί οι μικροί ήχοι κουδούνιζαν τ’ όνομά του. Κάποτε ονειρεύτηκα πως ήμουν πεταλούδα και φτερούγιζα πέρα δώθε, μια αληθινά όμορφη πεταλούδα που χαιρόταν τη ζωή της και δεν ήξερε τίποτα για τον Τσουάνγκ Τσου. Ξαφνικά ξύπνησα και ήρθα στον εαυτό μου, στον πραγματικό Τσουάνγκ Τσου. Δεν μπορώ να ξέρω αν τότε ονειρεύτηκα πως ήμουν πεταλούδα, ή είμαι μια πεταλούδα που ονειρεύεται πως είναι ο Τσουάνγκ Τσου. Ανάμεσα σε μένα και στην πεταλούδα πρέπει να υπάρχει διαφορά. Αυτό που άκουσες είναι ένα παράδειγμα μεταμόρφωσης. Τσουάνγκ Τσου, Τσουάνγκ Τσου, χαμογέλασε κοιτώντας με στα μάτια.

Όταν τραβήχτηκαν τα νερά και κάθε πράγμα πήρε τη θέση του, οι άνθρωποι κατασκεύασαν πλίνθους, τους πέρασαν από τη φωτιά, και άρχισαν να χτίζουν πύργο υψηλό που η κορυφή του θα’ φτανε στον ουρανό, έτσι που, αν τα νερά ξαναγύριζαν, να μπορούσαν να σωθούν καταφεύγοντας στα ουράνια δώματά του. Όσο προχωρούσαν οι εργασίες τόσο οι δυσκολίες μεγάλωναν, μέχρι που ήρθαν οι συμφορές. Άνεμοι σφοδροί παρέσυραν και γκρέμιζαν στο χάος τους οικοδόμους, ο πλησίον ήλιος τούς κατέκαιε, και το μέγα ύψος τούς έφερνε σκοτοδίνη και ζάλη. Μέσα στο φόβο και τον πανικό βρέθηκαν μερικοί που, σηκώνοντας τα μάτια ψηλά, παρατήρησαν τις νεφελοειδείς συστροφές και την κίνηση των άστρων. Μια αιχμηρή υποψία φώλιασε στα πιο ανήσυχα μυαλά: το σφαιροειδές του ουρανού! Εκείνη τη στιγμή ο Θεός έσκισε τις γλώσσες των ανθρώπων και τους σκόρπισε στα πέρατα της γης. Ένα κομμάτι από τη σπασμένη γλώσσα έφτασε στην Αίγυπτο, όπου ξαναδουλεύτηκε η Χαλδαία θεωρία πάλι και πάλι μέχρι που η παλιά υπόθεση κατέληξε στα χέρια των Ελλήνων φιλοσόφων, και το Σύμπαν πλημμύρισε κρυστάλλινες σφαίρες και εξαίσιες μουσικές.

Η ανάμνηση των Νερών έκανε τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι ο Κόσμος είναι ένα μεγάλο στρείδι που πλέει πάνω στο κύμα. Για τους Βαβυλώνιους το στρείδι ήταν στρογγυλό, και στο κέντρο του, πάνω στα βαθιά νερά, έπλεε η Γη. Οι Αιγύπτιοι έβλεπαν το στρείδι σαν ένα ορθογώνιο κουτί με τη Γη στον πάτο του και τον ουράνιο θόλο να σχηματίζεται από μιαν αγελάδα ή μια γυναίκα πεσμένη στα τέσσερα, με τους γαλακτοφόρους μαστούς έτοιμους να ποτίσουν τη διψασμένη γη. Στην Ιλιάδα η Γη είναι ένας δίσκος και πλέει απαλά στον Ωκεανό, που την περιζώνει, ενώ στην Οδύσσεια η Γη μαζί με τον Ουρανό στηρίζεται πάνω σε δυο κολόνες που τις σηκώνει ο Άτλας.

Για τον Θαλή τον Μιλήσιο, που του άρεσε να παίζει με τα νερά και ν’ αλλάζει τις κοίτες των ποταμών αφήνοντας άναυδους τους βασιλιάδες, η Γη ακουμπάει πάνω στο νερό και επιπλέει σαν σανίδα. Ο Αναξίμανδρος προχώρησε σε εξαιρετικά λεπτές διατυπώσεις: η Γη είναι ένας πεπλατυσμένος κύλινδρος με διάμετρο βάσης τριπλάσια από το ύψος του, που αιωρείται ακίνητος στο κέντρο μιας τέλειας ουράνιας σφαίρας γιατί απέχει εξίσου από τα όρια του κόσμου.

Οι μεγάλες μορφές των Ιώνων φυσικών, όπως ο Αναξιμένης, ο Αναξαγόρας και ο Δημόκριτος, φαντάστηκαν τη Γη σαν τάβλα τραπεζιού ή σαν ένα μακρόστενο ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, και ερμήνευσαν τη σταθερότητά της με το επίπεδο σχήμα της και το μεγάλο της μέγεθος, δύο παράγοντες που συντελούν στο ότι αυτή δεν κόβει τον αέρα προς τα πάνω αλλά κάθεται πάνω τους σαν καπάκι. Ο Εμπεδοκλής αναζήτησε κάτι πιο επιστημονικό: μια ουράνια δίνη κρατάει τη Γη ακίνητη στη θέση της. Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος έβλεπε τη Γη ριζωμένη στο άπειρο και αρχικά σκεπασμένη με νερά. Το λαμπρό όμως όραμα της γήινης σφαίρας διεκδικούν δύο άντρες: ο Πυθαγόρας και ο Παρμενίδης. Οι Πυθαγόρειοι πίστευαν ότι στο κέντρο της συμπαντικής σφαίρας σχηματίστηκε το Πυρ, το πρώτο Σώμα του Κόσμου, και γύρω από αυτό το κεντρικό Πυρ περιστρέφεται η ιερή δεκάδα των ουρανίων σφαιρών. Μία από αυτές είναι και η Γη, όχι κατ’ ανάγκην η σημαντικότερη. Από κάθε κίνηση πηγάζει ένας ψίθυρος, ένας μουσικός βόμβος, κάθε τροχιά είναι χορδή, και ανάμεσα σε δυο τροχιές αναπτύσσονται σχέσεις μουσικής αρμονίας. Όλο αυτό κλείνεται μέσα σε μια σφαιρική φωτιά όμοια με το αρχικό κεντρικό Πυρ, ένα απαραίτητο περίβλημα του Σύμπαντος, που συγκρατεί τον Κόσμο και που ονομάζεται Ανάγκη. Πέραν της ανάγκης βρίσκεται το άπειρο, απ’ όπου αναπνέει ο Κόσμος και απ’ όπου μας έρχεται το Κενό και ο Χρόνος.

Η επίσημη καθιέρωση των σφαιρών προέρχεται από τις αυθεντίες του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Κάποιον Αρίσταρχο που πρώτος εδίδαξε το ηλιοκεντρικό σύστημα για πολλούς αιώνες κανείς δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά, και το μοντέλο του πετάχτηκε σαν έκτρωμα. Οι δυο μεγάλοι σοφοί τοποθετούν τη σφαίρα της Γης ακίνητη στο κέντρο του σφαιρικού Σύμπαντος. Γύρω της περιστρέφονται οι κρυστάλλινες ουράνιες σφαίρες των πλανητών και τέλος ο ουρανός των απλανών, ο οποίος σύμφωνα με τον Αριστοτέλη πραγματοποιεί την ημερήσια περιστροφή του με τη φροντίδα της θεότητας που άχωρα τον περιβάλλει. Κολυμπώντας μέσα στους αιώνες, ο γιος μιας μάγισσας, ανάμεσα στις άλλες αποκοτιές του, θα ερχόταν να συνθέσει το Ωροσκόπιο της Δημιουργίας, τοποθετώντας την αρχή της Ημέρα Κυριακή 27 Απριλίου 4977 προ Χριστού. Είχε, βέβαια, τη σύνεση να μελετήσει τον Αρίσταρχο και κατάφερε να σχεδιάσει κάτι ακόμη πιο διαβολικό: πήρε τη σφαίρα του Κρόνου, δηλαδή την τροχιά του πρώτου εξωτερικού πλανήτη, και ενέγραψε εντός της έναν κύβο. Μέσα στον κύβο εγγράφει μιαν άλλη σφαίρα, που είναι η τροχιά του Δία. Στη σφαίρα του Δία εγγράφει ένα τετράεδρο, και μέσα σ’ αυτό εγγράφει τη σφαίρα του Άρη. Στη σφαίρα του Άρη εγγράφει ένα δωδεκάεδρο, και μέσα σ’ αυτό εγγράφει τη σφαίρα της Γης. Στη σφαίρα της Γης εγγράφει ένα εικοσάεδρο, και μέσα σ’ αυτό εγγράφει τη σφαίρα της Αφροδίτης. Στη σφαίρα της Αφροδίτης εγγράφει ένα οκτάεδρο, και μέσα σ’ αυτό τη σφαίρα του Ερμή. Στο κέντρο της σφαίρας του Ερμή τοποθετεί το κουκούτσι του περίεργου αυτού καρπού: τον Ήλιο. Ο Γιόχαν Κέπλερ προσπάθησε να κατασκευάσει το Σύμπαν του με τα πέντε τέλεια πολύεδρα και, όταν απέτυχε, ξαναπροσπάθησε, αυτή τη φορά με βάση τις μουσικές αρμονίες της Πυθαγόρειας κλίμακας. Εκτός από τα πέντε κανονικά πολύεδρα, πίστευε τυφλά και στα πέντε κανονικά πολύγωνα που εγγράφονται σε κύκλο. Η σφαίρα γι’ αυτόν συμβολίζει την Αγία Τριάδα: το κέντρο της καταλαμβάνει ο Πατήρ, η ακτίνα αντιπροσωπεύει τον Υιό, και η σφαιρική επιφάνεια το Άγιο Πνεύμα.


[...]


Θα μπορούσα ν’ αυτοκτονήσω. Έχοντας φτάσει στα ανώτατα αξιώματα, έχοντας γνωρίσει τη δύναμη και την εξουσία, την εύνοια των βασιλιάδων και τις ταπεινές αδυναμίες τους, θα μπορούσα να δώσω με αξιοπρέπεια ένα τέλος στη ζωή μου τη στιγμή ακριβώς που με πέταξαν πίσω σε κείνο το τίποτα απ’ όπου είχα κάποτε δραπετεύσει. Γνώριζα όμως ότι η αυτοκτονία ρίχνει τον άνθρωπο στον αέναο κύκλο των μετεμψυχώσεων. Μέσα από ατέλειωτες εναλλαγές και μεταμορφώσεις, το αρχικό ψήγμα της ύλης του άστρου, περιβεβλημένο τον ενοχλητικό, θορυβώδη και παράλογο όγκο των τεσσάρων στοιχείων, έρχεται και επανέρχεται άπειρες φορές, μέχρις ότου κάποιος τυχαίος συνδυασμός περιβάλλει με είδος την ύλη και εξαφανίσει την αμορφία. Τον τίτλο του φιλοσόφου δεν μου τον χάρισε κανείς, δεν τον οφείλω σε κανέναν, και κανείς δεν μπορεί να μου τον αφαιρέσει. Είναι η μόνη μου περιουσία, το μόνο σ’ αυτόν τον βίο που μπορώ να αποκαλέσω δικό μου. Όλα τα άλλα μού τα πήραν ή τα έχασα. Θέλω να τελειώνω οριστικά και, γλιστρώντας έξω από τους ελληνικούς κύκλους του χρόνου, να επιστρέψω στην κατοικία του άστρου που ο δάσκαλός μου ετοίμασε για μένα. Δεν θυμάμαι τις άλλες μου ζωές, δεν έχω τη χάρη του θείου Πυθαγόρα, που μπορούσε καταλεπτώς ν’ αφηγηθεί τον βίο του ως Ευθαλίδη, κόρη του Ερμή, μετά ως Ευφόρβιος, που πέθανε στην Τροία, μετά ως Κλαζομένιος Ερμότιμος, μετά ως Πύρρος, μετά ως ψαράς από τους Δελφούς, πριν πάρει τη μορφή του φιλοσόφου, ή ακόμη τη χάρη του Εμπεδοκλή, που θυμόταν ότι πρώτα υπήρξε νεαρός άντρας, κατόπιν νεαρή γυναίκα, ύστερα δεντράκι ταπεινό, μετά πουλί, ύστερα ψάρι στο νερό, και τέλος φιλόσοφος Εμπεδοκλής. Μου φτάνει να θυμάμαι, ανακαλώντας κάθε λεπτομέρεια, τον βίο μου ως φιλοσόφου, από τις παλιές εκείνες νύχτες που κυλούσαν ήρεμα αποστηθίζοντας τον Όμηρο, ώς τη βαθιά γνώση της ωριμότητας και τα επικίνδυνα μονοπάτια των ορίων της σκέψης. Τα πρόσωπα έχουν φύγει από τη ζωή μου, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Τα προφητικά όνειρα της μητέρας μου επαληθεύτηκαν. Οι δικοί μου μόνιμοι εφιάλτες επανέρχονται αναλλοίωτοι, μπορώ να πω ότι πια τους έχω συνηθίσει. Δεν θέλω να τελειώσω τη ζωή μου σε κάποιο μοναστήρι. Σκέφτομαι πως ποτέ μου δεν τόλμησα να εκφράσω μια προσωπική μου επιθυμία, υπήρξα πάντοτε ο διερμηνευτής της ψυχής των άλλων. Στις ελάχιστες φορές που κατάφερνα να μένω πραγματικά μόνος ονειρευόμουν με τα μάτια ανοιχτά ότι είχαν περάσει τα χρόνια, οι πολιτικές εντάσεις και οι φιλοδοξίες είχαν κατασιγάσει, και είχα αποσυρθεί σε κάποια μακρινή έπαυλη στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Εκεί, τις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες γύρω από τη δυνατή φωτιά, μια εκλεκτή συντροφιά αγαπημένων χριστιανών λογίων, παραδομένη στην απόλαυση μιας φιλοσοφικής συζήτησης, λάμνει στον χρόνο, επιχειρώντας να διατυπώσει λεπτότατους συλλογισμούς και να αποδεχτεί ή ν’ απορρίψει φανταστικές αιρέσεις, από εκείνες που φυτρώνουν στις ρωγμές του λόγου, ή, αναλύοντας τις έννοιες, να ανακαλύπτει εντός τους έρπουσες αντιφάσεις που καταργούν τις έννοιες. Αθόρυβοι γέροι υπηρέτες κερνούν χλιαρό κόκκινο κρασί και τυλίγουν τα γόνατά τους με ακριβά γουναρικά. Θα μπορούσα να έχω επιθυμήσει περισσότερα στη ζωή μου.

[...]


Γιάννης Πάνου. 1998. Ιστορία των μεταμορφώσεων. Αθήνα: Καστανιώτης.