Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Δήμητρα Μήττα

Υπέρ Κλυταιμνήστρας


(απόσπασμα)


Ηλέκτρα

Πήγες στον οικογενειακό μας τάφο, Ορέστη; Τους έβαλα όλους μαζί, τον πατέρα, τη μάνα, την παραμάνα, την Κασσάνδρα, τον Αίγισθο, δεν ήξερα με ποιά σειρά να τους βάλω, ποιόν να βάλω δίπλα στον άλλον. Εσύ τί λες, Ορέστη; Πώς έπρεπε να τους βάλω;


Ορέστης

Έχει καμιά σημασία;


Ηλέκτρα

Στην αρχή ήθελα να τη θάψω και ν’ αφήσω τον τάφο της να χορταριάσει. Και όσο θα έλιωνε, όσο θα σάπιζε το φέρετρο, θα έβλεπα το έδαφος να υποχωρεί, μέχρι που θα έπεφτε τελείως και θα χαλούσε τη σειρά στα κόκαλα. Ύστερα όμως, —δεν ξέρω τί μ’ έπιασε;— ήθελα να τους έχω εκεί περιποιημένους, τώρα πηγαίνω κάθε μέρα, τους περιποιούμαι, έχω κάνει ένα υπόστεγο, μια στέγη, ίσως τον κτίσω τον τάφο τους, θα κάνω ένα σπιτάκι, μπορεί να μείνω εκεί, ναι, αυτό θα κάνω, ο τάφος τους θα γίνει το σπίτι μου, το μόνο ταιριαστό μου σπίτι, δεν έχω θέση αλλού, δεν θα αισθάνομαι βολικά.


Ορέστης

Φύγε, Ηλέκτρα.


Ηλέκτρα

Έμεινα μόνη εδώ, μεγάλωσα, πάει και η παραμάνα. Είναι δύσκολο, Ορέστη, να μένεις μόνος, δυσκολεύομαι με τα ψώνια, δυσανασχετούν στο μανάβικο που ζητάω μικρές ποσότητες. Εγώ έχω ανάγκη από λίγα πορτοκάλια, ούτε καν κιλό, μερικά μήλα, λίγα λαχανικά, μερικά σπυριά από όσπρια, μ’ αρέσουν όλες οι γεύσεις, θέλω να τις έχω στο στόμα μου. Αλλά αυτοί, στις αγορές, όλο να στρογγυλεύουν τις ποσότητες και τις τιμές θέλουν – «είναι λίγο παραπάνω, κυρία Ηλέκτρα, να τ’ αφήσω;». Και τί να πεις; Όχι, φίλε, εγώ θέλω να είναι ακριβώς, τόσα έχω ανάγκη. Παίρνω τα πορτοκάλια που μου δίνουν, περιμένω να τελειώσουν, ύστερα παίρνω μήλα, μετά μανταρίνια, για μέρες τρώω το ίδιο φαγητό. Κάποτε παίρνω απ’ όλα, γιατί θέλω ν’ αλλάζω γεύσεις, ένα κιλό από αυτό, ένα από εκείνο, και από το άλλο κύριε Πέτρο. Μαζεύονται ποσότητες στο σπίτι, σαπίζουν, σαπίζει το σπίτι, πετάω τα σάπια λαχανικά, τα μουχλιασμένα φρούτα, το σπίτι πώς να το πετάξω; Κάποτε προσποιούμουν ότι έχω κόσμο στο σπίτι, τότε παράγγελνα να μου φέρνουν τα ψώνια στο σπίτι, πολλά ψώνια —«τραπέζι έχετε, κυρία Ηλέκτρα;»—, μοίραζα τα τρόφιμα εδώ κι εκεί, τ’ άφηνα νύχτα έξω από την πόρτα της εκκλησιάς. Τώρα δεν το κάνω πια, δεν υπάρχει λόγος να κρύβω τη μοναξιά μου, κανένας στο σπίτι.


Ορέστης

Φύγε, Ηλέκτρα.


Ηλέκτρα

Συχνά στον ύπνο μου μας βλέπω όλους μαζί, πάντα το ίδιο όνειρο. Είναι κι ένα κορίτσι, κόκκινα μαλλιά, γαλάζια μάτια, αργό βήμα, αργή ομιλία, εύπλαστο σώμα, αερικό. Μας ζητά να σταθούμε ακίνητοι σαν αγάλματα, κοντά ο ένας στον άλλον. Νιώθουμε αμηχανία, εκείνη δείχνει στον καθένα μας τη στάση του, διορθώνει χέρια, στάση κορμιού, βλέμμα – «το βλέμμα σου κάτω δεξιά, εσύ τον κοιτάς, γονάτισε». Εμένα με βάζει να στέκομαι σαν Παναγία, ω πόση ανακούφιση νιώθω μ’ αυτή τη στάση. Δέχομαι τη βοήθειά της, τί καλό κορίτσι, επιτέλους δέχομαι βοήθεια, για να δείξω εμένα, για να με δείτε, για να δω, εμένα, παίρνω την άδεια, Ορέστη. Αδελφέ μου, δεν είμαι κακιά, μην με μισείς.


Ορέστης

Φύγε, Ηλέκτρα, άσε το σπίτι να σαπίσει, άφησέ το να ησυχάσει, θάψε το, είναι νεκρό εδώ και καιρό.


Ηλέκτρα

Φύγε, Ορέστη, φύγε όσο γίνεται πιο μακριά. Γιατί ήρθες; Αγαπημένε μου αδελφέ. Εγώ θα μείνω εδώ, δεν έχω πού αλλού να πάω, δεν έφτιαξα ζωή. Θα κατοικήσω στους τάφους τους, θα το κτίσω το σπιτάκι που σου έλεγα, Ορέστη μου. Θα έχω ένα μικρό κουζινάκι να μαγειρεύω, να φτιάχνω τον καφέ και το τσάι μου, πίνω πάντα ένα φλιτζάνι τσάι μετά τον καφέ, βάζω μια κουταλιά μέλι κι αφήνω μέσα τα φύλλα να βγάζουν όσο πίνω όλους τους χυμούς τους. Δεν θα ’χω κρεβάτι, δεν το χρειάζομαι. Από αυτήν εδώ την πολυθρόνα θα βλέπω έξω από τα παράθυρα τους βρεγμένους δρόμους τον χειμώνα με τα πορτοκαλιά φώτα του δήμου, του άρεζε ο χειμώνας του Αίγισθου, έτσι μου έλεγε η Κλυταιμνήστρα, ένιωθε ασφάλεια, όταν ο χειμώνας ήταν κρύος και βροχερός, οι εποχές, έλεγε, και εκείνη τη χρονιά θα κυλούσαν ομαλά, η σπορά και ο τρύγος θα γίνονταν στον καιρό τους, όπως αιώνες τώρα, αγωνιούσε μήπως κάποτε δεν θα γίνονταν έτσι τα πράγματα. Σε αυτήν την πολυθρόνα θέλω να με βρουν, δίπλα στο τραπεζάκι με την κούπα του τσαγιού και το φλιτζανάκι του καφέ με το αποξηραμένο κατακάθι. Έχεις προσέξει, Ορέστη, πώς γίνεται μετά από μέρες ένα άπλυτο φλιτζανάκι του καφέ; Σαν τη γη που έχει καιρό να βραχεί. Τέτοιους σβόλους ξεραμένης γης έπιανε στα χέρια του ο Αίγισθος, έτσι μου είχε πει η Κλυταιμνήστρα. Μην με μετακινήσεις από αυτή τη θέση, άφησέ με να λιώσω εκεί στην πολυθρόνα με το φλιτζανάκι του καφέ και τους τάφους δίπλα μου. Μη μου φτιάξεις κανέναν ευπρεπή τάφο, μην με χώσεις δίπλα τους, ποιός θα τους φυλάει αν είμαι μέσα, ποιός θα νοιάζεται; Μη νοιαστείς, Ορέστη. Κλυταιμνήστρα, Αγαμέμνονα, Κασσάνδρα, Αίγισθε, παραμάνα, αγαπημένοι μου νεκροί, αφήστε με να σας χτενίσω. Επιτέλους, συμφιλιώθηκα μαζί τους, Ορέστη. Άνθρωποι.


Δήμητρα Μήττα. 2013. Υπέρ Κλυταιμνήστρας. Τα ρολόγια. Αθήνα: Ευθύνη.