Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Αγγέλα Καστρινάκη

Η κατασκευή της Πηνελόπης


(αποσπάσματα)


Ένα πρωί η Μαρίνα Μάνου βρήκε το εξής μήνυμα στον υπολογιστή της:

«Αγαπητή Μαρίνα,

Νεανικέ έρωτά μου...

Ανασκαλεύοντας κάτι παλιές σημειώσεις, βρήκα ένα γράμμα σου, ένα λιμπιντικό δώρο όχι λιγότερο πραγματικό από τον χειροπιαστό έρωτα. Μετά, τα άλλα ήταν εύκολα — βλέπεις, εποχή του Internet. Ξαναδιαβάζω το γράμμα σου, όπου ο φαντασιακός διάλογος μετενσάρκωνε την απουσία του άλλου σε ένα είδος παραλήπτη που πρέπει να πειστεί, να κατακτηθεί, να παρθεί, και έτσι η γραφή συνυφαινόταν με την επιθυμία. Χάθηκε πια αυτός ο χαρακτήρας της γραμματαλλαγής. Τώρα το e-mail βιάζει τις χωρικές και χρονικές δομές και κατακερματίζει το φαντασιακό.

Στη δίνη του υπαρξιακού χρόνου, η ροή του ιστορικού χρόνου παγώνει, παύει να παίζει τον ρόλο του μέτρου, και νομίζω ότι μόλις χθες χωρίσαμε. Τί να σου πρωτογράψω. Να μιλήσω για Νίτσε; Θυμάσαι; Πολύ θα ήθελα να σε δω — τα άλλα είναι περιττά. Γράψε μου σε παρακαλώ ή αν προτιμάς πάρε ένα τηλέφωνο στο...».


Υπογραφή: Νικόλας Κεφαλληνός.


Η Μαρίνα Μάνου κοιτούσε την οθόνη και δεν πολυκαταλάβαινε. Το όνομα Νικόλας Κεφαλληνός δεν αντιπροσώπευε τίποτα στη μνήμη της. Κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, όμως ούτε στο σχολείο ούτε στο Πανεπιστήμιο ούτε στην πολιτική οργάνωση, ούτε καν στην κατασκήνωση που πήγαινε στα δεκατρία της χρόνια δεν έβρισκε όχι μόνο Κεφαλληνό αλλά ούτε καν Νικόλα. Βέβαια, η Μαρίνα είχε πάρα πολύ αδύνατη μνήμη. Δεν συγκρατούσε στοιχειώδεις πληροφορίες από το παρελθόν, και είχε ιδιαίτερα κακή σχέση με τα ονόματα: σπάνια της εντυπώνονταν· συνήθως τα ξεχνούσε μόλις τα άκουγε. Ωστόσο έως τώρα νόμιζε πως τα ονόματα και τα χαρακτηριστικά των παλαιών φίλων — αυτά τουλάχιστον δεν τα ξεχνούσε. [...]


Όσο το σκεφτόταν η Μαρίνα, τόσο πιθανότερο το θεωρούσε ότι τελικά κάπου θα τον είχε γνωρίσει. Αν όχι ως Νικόλα, ίσως ως Νίκο. [...] Κάθισε λοιπόν να του γράψει μια προσεκτική απάντηση, που να μην τον πληγώνει, χωρίς κιόλας να εκθέτει ιδιαίτερα την ίδια. Της κατέβηκε μια χαριτωμένη ιδέα:

«Σαν άλλη Πηνελόπη ζητώ από σένα, Οδυσσέα, κανένα σημάδι παραπάνω, να σε αναγνωρίσω», του έγραψε. «Ποιά τα νεανικά μας χρόνια; Πού, πώς, πόσο;

» Με αδύνατη μνήμη πάντα, ένα πράγμα νόμιζα ως τώρα ότι δεν ξεχνάω. Πρέπει να αλλάξω γνώμη; Ή μήπως υπάρχει και άλλη Μαρίνα;


Περιμένοντας με περιέργεια

Μαρίνα Μάνου

(της Αντιγόνης και του Ιωάννη,

γεννημένη στην Αθήνα το 1962,

προφανώς μη χ.ο.)».


Ω ναι, ήταν ένας εύσχημος τρόπος αυτός να ζητήσει κι άλλες πληροφορίες, χωρίς να αποκλείσει το ενδεχόμενο μιας αλλοτινής σχέσης. Λιγάκι ειρωνικός αλλά και τρυφερός ταυτόχρονα, άφηνε την ανεπαίσθητη υπόσχεση μιας πηνελόπειας στάσης.


[...]


Το ότι δεν τον είχε ποτέ γνωρίσει ήταν πλέον βέβαιο, αφού ουδέποτε είχε αλληλογραφήσει με κανέναν για τον Νίτσε (πολλώ μάλλον που ούτε για τον Μαρξ ούτε για τον Γκράμσι είχε ποτέ της αλληλογραφήσει). Και το Θησείο ήταν ένας τόπος που δεν τον συνήθιζε· ζήτημα αν είχε πάει μια φορά. Ο Νικόλας, όχι, δεν ήταν γνωστός της. Δυστυχώς, τώρα έπρεπε να τον απογοητεύσει.


[...]

Έως εδώ η αλληλογραφία είχε διεξαχθεί με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Τώρα όμως η Μαρίνα περίμενε μία μέρα κι άλλη μία μέρα, και μήνυμα συνέχιζε να μην έχει στον υπολογιστή της. Ώστε ο Νικόλας το είχε πάρει κατάκαρδα ότι δεν γνωρίζονταν. Αυτό ήταν αληθινά απρόβλεπτο. Για την ίδια το γεγονός ότι ποτέ δεν είχαν συναντηθεί ήταν μια λεπτομέρεια.


[...]

Ωστόσο μια βδομάδα αργότερα —κι ενώ η Μαρίνα ακόμα ονειρευόταν τον νέο με τα καστανά μαλλιά— το όνομα του Νικόλα Κεφαλληνού εμφανίστηκε πάλι στα εισερχόμενα. Η Μαρίνα το άνοιξε με ένα σκίρτημα στην καρδιά.

Ήταν ένα ποίημα:


Νόστος

Γυρνώ ταλαιπωρημένος Οδυσσέας

σε σπίτι γεμάτο σκώρο και αράχνες

(άλλοτε, πολύ παλιά, το είχα για παλάτι).

Η Κίρκη με έδιωξε

και του Αλκίνοου η κόρη δεν μου ’ριξε ούτε μια ματιά.

Δεν την κακίζω.

Γυρνώ κι ανασκαλεύω τα συρτάρια του παλιού γραφείου.

Βρίσκω πινέζες, συνδετήρες, ενδεικτικό

της πρώτης τού δημοτικού κι απολυτήριο.

Κι ανάμεσά τους ένα γράμμα, το δικό σου.

Τόσο παλιό, με γράμματα μεγάλα κι ένα

μελάνι θαλασσί ανοιχτό.

Το είχα ξεχάσει φεύγοντας τόσο μακριά, σε άλλην

ήπειρο —αυτό έμενε εδώ και με περίμενε.

Σε ψάχνω

(το έμαθα καλά όλα αυτά τα χρόνια, το να ψάχνω)

και σε βρήκα.

Είσαι εσύ, προκλητική όπως πάντα, εριστική,

με αρχές απόλυτες, ατράνταχτες.

Δεν έβαζες ούτε τότε νερό στο κρασί σου, Πηνελόπη.

Είσαι εσύ!


Μα δεν με αναγνωρίζεις.

Τα αρχαία σημάδια δεν σου λένε τίποτα.

Η μνήμη; Φαίνεται να σου χρησιμεύει

για άλλα πράγματα.

Είσαι σκληρή και κάνεις χιούμορ και ακκίζεσαι·

γλιστράς σαν φίδι με πολλά χαμόγελα.

Α, σε θυμάμαι: τόσο καλά σε θυμάμαι

σα να σ’ έχω γεννήσει.

Η φωνή σου να ’ναι άραγε σαν άλλοτε ειρωνική και

το χαμόγελό σου σκάβει στα μάγουλά σου

—όπως τότε—

δυο βαθιά λακκάκια;

Κι όμως: λες ότι πρόκειται για λάθος,

ότι δεν είσαι εσύ η δική μου Πηνελόπη,

εκείνη με το θαλασσί μελάνι, τα τεράστια γράμματα και

τα κοντά μαλλιά.


Σκληρή γυναίκα! Ακόμα κι αν είσαι μια άλλη,

ο Οδυσσέας σού κράζει:

άνοιξέ μου!


Η συνάντηση κανονίστηκε δυο μέρες αργότερα. Η Μαρίνα είπε στον Άρη ότι πάει να δει έναν παλιό της φίλο. Και δεν είχε την αίσθηση ότι έλεγε ακριβώς ψέματα. Καθώς διέθετε κι η ίδια δυο λακκάκια στα μάγουλα και οπωσδήποτε η ειρωνεία τής ήταν δεύτερη φύση, είχε σχεδόν σχηματίσει την εντύπωση ότι κάποτε, σε μια άλλη ζωή (μα μήπως ήταν η αιώνια επαναφορά του Νίτσε;) αυτόν τον Νίκο τον είχε συναντήσει. Άλλωστε το ποίημα που είχε σκαρώσει, αν εξαιρούσε μια δυο αδεξιότητες, δεν ήταν εντελώς για πέταμα. Οπωσδήποτε άξιζε να τον δει κανείς.

Βέβαια όρισαν να βρεθούν στο Θησείο. Η Μαρίνα κοιτούσε γύρω να αναγνωρίσει πρώτη τον ψιλόλιγνο με τα μεγάλα σκούρα μάτια. Δεν θα τον αναγνώριζε ποτέ, εφόσον ήταν κοντός, ξανθωπός προς το κόκκινο. Την αναγνώρισε όμως εκείνος: είχε το πλεονέκτημα της φωτογραφίας της απ’ την εφημερίδα.

Έδωσαν τα χέρια και κοίταξαν ο ένας τον άλλον βαθιά στα μάτια, σαν να περίμεναν να δουν το παρελθόν τους. Έπειτα γέλασαν.

«Έλα να σου δείξω το μέρος όπου καθόμασταν», είπε ο Νικόλας.

Μπήκαν στον αρχαιολογικό χώρο και περπάτησαν στα χορταριασμένα μονοπάτια. Η Μαρίνα σκέφτηκε πως, στο κάτω κάτω, τα πράσινα μάτια του, που είχαν τη ρευστότητα του νερού, δεν απείχαν και τόσο από τη σκουροκάστανη σοβαρότητα που εκείνη ονειρευόταν. Και το γέλιο του είχε μια αρκετή δόση αυτεπίγνωσης. Δεν ένιωθε εντελώς παράδοξα που περπατούσε πλάι του.

«Νά, εκεί», έγνεψε τέλος ο Νικόλας, δείχνοντας ένα βραχάκι κοντά στον ναό. «Ώστε εδώ!» σκέφτηκε η Μαρίνα μισοκλείνοντας τα μάτια, αλλά περιέστειλε, για μία φορά, τη ροπή προς την ειρωνεία.

Βολεύτηκαν πάνω στη στενή επιφάνεια. Κι ενώ η Μαρίνα, νιώθοντας την υγρασία της πέτρας, άρχισε να σκέφτεται αν όντως ο Νικόλας είχε καθίσει ποτέ του πάνω σε αυτό το βραχάκι, ή και αυτό το φαντάστηκε, εκείνος έριξε αποφασιστικά το χέρι του γύρω στους ώμους της και έσκυψε στο αυτί της:

«Έχεις ελιά στον κόρφο σου κι ελιά στην αμασχάλη», ψιθύρισε.

Η Μαρίνα γέλασε:

«Δεν έχω!» του είπε.

Ταυτόχρονα γύρισε και του έδωσε στην άκρη των χειλιών το φιλί της επιστροφής.


Αγγέλα Καστρινάκη. 2002. Εκδοχές της Πηνελόπης. Αθήνα: Πόλις.