Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Νίκος Καρούζος

Τρίπτυχο δεύτερο


Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΜΗΔΕΙΑΣ
Είμαι γεννημένη να πράξω τους ζεστούς φόνους,
η Μήδεια λέει αγκαλιάζοντας τ’ αστέρια
δεν έχω έναν άνθρωπο
ν’ ακούσει απ’ το στόμα μου τη μέσα δικαιοσύνη
οπού με καίει στην κάθε ρόγα στα βυζιά
με καίει στην ήβη.
Κόσμε άδικε ο γιος της Σεμέλης
με το βότρυ σε πάει πάντα στους θανάτους
κι ο πράος μουσηγέτης όμορφος απ’ τη διάρκεια
μ’ αφήνει μονάχη με τα αίματα
κόσμε άδικε ο γιος της Σεμέλης —
η Μήδεια λέει δείχνοντας τα κόκκινα χέρια.
Μεγάλο δικαστήριο η ορμή και την ακούω θεέ μου
σε δύσκολους χυμούς ω νύχτες
η βλάστηση μυρίζει από νυφικό φεγγάρι
σκοτώνω για να φτάσει στα ουράνια η οργή
να σχίσω και το στήθος
αν ίσως η φωνή δεν άρκεσε ποτέ να λάμψει η μοίρα —
πόσες, αλήθεια, ηλιαχτίδες είν’ ακόμη ώς το τέλος,
η Μήδεια λέει
καθώς αφρίζει ο νους της άσπρη συμφορά
στο μανιασμένο στήθος η εκδίκηση
σαν αιθάλη.
Τραγουδήσετε τη χαρά μου
κάποτε είχα κι εγώ τα όνειρά μου
με πόνο τραγουδήσετε,
η Μήδεια κλαίει.

Ο ΔΥΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
Κοπέλα της παντρειάς απ’ τη Θήβα
πάει σ’ έναν τάφο βροχερό ακόμη και σήμερα
πάει με δυόσμο στο στήθος
τώρα που κιόλας γράφω
τί αθόρυβα τα βήματά της ακούγονται
πάει μ’ ένα ελεγείο στο λαιμό η Αντιγόνη.
Έχει να θάψει αγαπημένον αδελφό κ’ ύστερα να πεθάνει
η αδελφή του Οιδίποδα η κόρη.
Τώρα που κιόλας γράφω (χρόνια και χρόνια τόσες αστραπές...)
βγάζει τρομερήν απόφαση ο Κρέων
είν’ αυτός ο καιρός
και το κρίμα είν’ αυτός πάλι
εξουσία και θάνατος μεσημέρια νεκρά
μα η Αντιγόνη τόσον άχρονη
σαν τελώνης η ταπεινή
με δυόσμο στο στήθος
έχει το φως και τη ζωή,
μόνη στο αίμα ιδρύει την αγάπη
χωρίς να ξέρει πως θά ’ρθει στα χείλη
κάθε που η θυσία θε να λάμπει για τους ανθρώπους
χωρίς να ξέρει τη μεγάλη μοίρα της
η σταυρωμένη.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΗΔΕΙΑ
Στη λησμονιά πώς να προχωρήσω μονάχος
απ’ το φεγγάρι σταλαγμένη σαν ασημένιο κοράσι
η Μήδεια καθαρή κοιμάται με τους φόνους στον κόρφο της
δεν υπάρχει ο έντρομος δαίμονας των ημερών
οπού χύθηκε για πάντα στη φωτιά
η εύφλεκτη ύλη του έρωτα
δεν υπάρχει το βλέμμα της σκύλας τυρρηνικής
μες στα μάτια που έλαμψαν από γαμψή εκδίκηση.
Στη λησμονιά πηγαίνω δίχως ήλιο με τα κάλλη των ανέμων
όλα στο τραγούδι κι η ψυχή στον Άδη
ξεραίνονται τ’ άνθη οι πράξεις τα ονόματα
πάει κι η αγάπη χαμένη
σαν περαστική πνοή στα χαρτόνια
ο άνθρωπος έαρ η θάλασσα
βουνά και κάμποι ο ουρανός — χαρτόνια.
Στη λησμονιά πώς να προχωρήσω μονάχος
η Μήδεια γελά δυνατά μες στη νύχτα
είναι το γέλιο της ασπράδι από μουχλιασμένο αβγό
ψέμα η γέννηση ψέμα κι ο θάνατος
ψέμα ο ήλιος και παιχνίδι σκοτεινό
που φέρνει ταραχή στο στήθος.

Νίκος Καρούζος. 1962. Η έλαφος των άστρων. Αθήνα. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Νίκος Καρούζος. 1993. Τα ποιήματα Α΄(1961–1978). 3η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.