Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Ζωή Καρέλλη

Περσεφόνη


Στην ακμή της ευαίσθητης εφηβείας,
όταν τους καλομύριστους πήγα ν’ αγγίξω ναρκίσσους,
τότε το ρήγμα αντήχησε
κι η ομαλή, σίγουρη γη στα πόδια μου άνοιξε,
γνώμη απαίσια φάνταξε εμπρός μου,
πληγή χαίνουσα, χάος γεμάτο σκοτάδι.

Και συ, από κει αναδύθηκες, σκοτεινέ σύζυγε,
με τη σιωπή γραμμένη στο πρόσωπο,
στυλωμένη στο βλέμμα, με τη σιωπή,
έκφραση και σφραγίδα του φριχτού κλονισμού
που σ’ έφερε στην επιφάνεια
για να μ’ αρπάξεις και να μ’ αφαρπάσεις
στ’ ανήμερα βάθη που ποτέ ο λαμπρός Φοίβος
δε θα επισκεφτεί.
Σπλάχνα της γης,
βόγκοι γέννησης που το θάνατο μαρτυρά,
πώς σας είδα μπροστά μου;
Καθώς τα χέρια μου, σχεδόν παιδικά ακόμα,
στα αβρά και ύπουλα, ερωτικά λουλούδια
είχα απλώσει.

Ζοφερέ εραστή, της δειλής μου νεότητας,
ποιά μεγάλη ανάγκη σ’ έφερε ν’ ανοιχτείς προς το φως,
και να καρφώσεις την όψη σου
στο έντρομο βλέμμα μου;
Θεοί, γνωρίζετε άραγε, ακόμα και σεις,
το νόημα του δέους που με κατέλαβε
κι ήμουν ακίνητη και στάθηκα ακίνητη
και τις κραυγές της μητέρας, τις αποτρεπτικές
και τους γόους δεν άκουσα,
ν’ ακούσω δεν μπόρεσα πια.

Αχ, τί μπορεί ν’ ακούσει κανείς
απ’ της επίγειας δύναμης τη χάρη,
όταν η γη θα σκιστεί κάτω απ’ τα τρεμάμενα βήματά του
και θα δει περίδεος του ερέβους τους κόσμους
κι ανασάνει την πνοή της σκιάς.
Φως που σε λάτρεψα, όπως κάθε θνητός
και συ τ’ ουρανού κλέος,
γιατί μ’ αφήσατε; Τί σας έκανε
να τραβηχτείτε από πάνω μου,
για να παραδοθώ στου σκοταδιού την αφή;
Ποιά μεταβολή μέσα μου
σας έκανε να μ’ αρνηθείτε;
Ποιά θέση του κόσμου σάς όρισε
μοναχή να μ’ αφήσετε, σε ποιάν εκλογή
με παραδώσατε και μου έλειψε, για να σας επικαλεστώ,
η λάμπουσα της νεότητάς μου φωνή!

Κι ήρθες εσύ, βασιλιά των νεκρών
για να με καταλάβεις
και σχηματίστηκε μέσα μου η παραδοχή σου.
Ήμουν ανίδεη, ανίδεη η νεότητά μου
το τέλος δεν ήξερε, ούτε την αρχή
κι η αντίληψή μου πληρώθηκε
με την αναθρώσκουσα αχλύ του νεκρικού χώρου
κι η απειράριθμη υπόσχεση
του πλήθους των θανάτων απροετοίμαστη με κατέλαβε.

Φρίκη του αγώνα μου παγερή!
Μέσα μου η παγερότητα με σταμάτησε
σε μιαν ένταση φοβερή,
μετέωρο βέλος σκοτεινό
που ήθελε να συναντήσει τ’ ακίνητα βάθη,
του κόσμου δείχνοντας τη βλάστηση, ποικίλη,
νόημα εφήμερο, δόξα περαστική και το φως
να καταλήγει στου μηδενός το αράγιστο σχήμα.

Πού να βρει η ομιλία μου τις επικλήσεις,
Εκάεργε, Αλεξίκακε!
Οι συλλαβές σταματήσαν στη στεγνή γλώσσα μου
και μονάχα η Σιωπή, απολέμητη δύναμη,
έμεινε για να με παρασύρει
στου θανάτου τον κόσμο εκεί,
στη γοητεία του σκότους,
στην κλειστή, δίχως αλλαγή σημασία.

Δεινή μου πάλη,
για ν’ αποβάλλω τη χροιά της σκιάς
απ’ το πρόσωπό μου, γνώση
της πιο μυστικής έκφρασης κι ας αναδύομαι
απ’ το σκοτάδι.
Κύπρις, αναδυομένη απ’ των νερών
τη γεννήτρα συσπείρωση, τη διάφανη
και παντοδύναμη καλλονή, βοήθησέ με
την πυκνότητα να ξεπεράσω της ύλης
που, τότε, κλείστηκε απάνω μου,
εμπόδιο φανερό στο φως τ’ ουρανού.

Ποιός, Παφία, βασίλισσα ρόδινη και λευκή,
μπορεί τώρα, να μ’ εμπιστευτεί;
Ποιός μπορεί ν’ αγνοήσει πως μέσα
στην κόμη μου πέρασαν τα δάχτυλα του σκοταδιού,
στην πιο φοβερή του θωπεία;
Ποιός δε θα δει πάνω στο μέτωπό μου,
το άγγιγμα του ψυχροτάτου φιλήματος
και στο βλέμμα μου εκείνη τη γνώση
που δεν ομιλείται ποτέ;

Μυστικά νοήματα, ψίθυροι τού εκείθεν,
πώς θ’ αποσυρθείτε από την ακοή μου
και δε θα σταθείτε σε μένα ανάμεσα
και στη μουσική του εγκόσμιου παρόντος;
Άγγελοι της σκιάς, αμίλητοι φύλακες,
αποσυρθείτε και μη μου κατοικείτε τα βλέμματα,
τα μέλη του σώματος μη μου κρατείτε, ασύλληπτα,
επίμονοι σύντροφοι στη βασιλεία της ακινησίας.

Αφήστε να πλησιάσει της ομιλίας η ώρα,
τα χείλη να μου αποσφραγίσει της σιωπής.
Λήθη εσύ, ανάστροφα κάνε το δρόμο σου
και γύρισε προς το φως το ποτήρι
να σταλάξει μέσα ο Φοίβος τη χρυσή του ορμή.

Αφροδίτη ανίκητη, στείλε τις συντρόφισσές σου
της ηδονής, με τα εύμολπα σώματα και τα γλυκόλαλα γέλια,
φέρε τις κρατημένες στων ανέμων τον έρωτα,
με τα χέρια γεμάτα φαντασίας λουλούδια,
να μου καλύψουν το χλωμό της σκέψης μέτωπο
κι ας τραγουδήσουν όλα τα τραγούδια
που οι άνθρωπο σοφιστήκαν, όλα τα λόγια
ας πουν, για να νικήσουν του θανάτου τη γνώμη.

Και συ Μητέρα διπλόηχη, έλα,
με τα χέρια γεμάτα απ’ της γης τους καρπούς,
έλα να μου δείξεις την δόξα σου,
της γονιμότητας τη διπλή σημασία
και την προσπάθεια των ανθρώπων ακατάβλητη,
ουσία της παρουσίας δικαίωση,
αντίσταση στην αγωνία την άγονη
και τον άγονον έρωτα.

Ζωή Καρέλλη. 1973. Το σταυροδρόμι. Αθήνα. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Ζωή Καρέλλη. 1973. Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη. Τόμ. B΄ (1955–1973). Αθήνα: Οι εκδόσεις των φίλων.