Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Ισίδωρος Ζουργός

Ανεμώλια


(αποσπάσματα)


[…]

Πλησιάσαμε στο νησί μέρα μεσημέρι, όλος ο τόπος ήταν γεμάτος ελαιώνες. Πριν αράξουμε στο Σίγρι, σταθήκαμε δυο ώρες σ’ έναν κλειστό όρμο. Πάνω απ’ βότσαλα έγερναν με τα τεράστια μπράτσα τους γέρικα πεύκα. Ρίξαμε άγκυρα εκατό μέτρα πριν από την ακτή και σβήσαμε τη μηχανή. Ησυχία απλωνόταν παντού, τα νερά ήταν γαλήνια. Μείναμε για λίγο έτσι αμίλητοι κοιτώντας την καινούρια γη. Μύριζε πεύκο και αλμύρα. Εκεί που τέλειωνε ο όρμος ξεχώριζε μια στενή ακτή σπαρμένη με χοντρά βότσαλα. Κοιταχτήκαμε και καταλάβαμε πως τα ψέματα είχαν τελειώσει. Δε θα φεύγαμε μόνοι μας απ’ αυτές τις ακτές, γιατί μια γυναίκα θα κοιμόταν δίπλα μας μέσα στην κοιλιά του Θερσίτη, θα μύριζε ο χώρος γυναικείο σώμα και κρέμες νύχτας, στα μαξιλάρια και στα σεντόνια μας θα μπλέκονταν μακριές ξανθιές τρίχες.

«Να πάμε κολυμπώντας», μίλησε πρώτος ο Μυκηναίος κι έσπασε τη σιωπή.

«Ναι, κολυμπώντας», φώναξε ο Στάθης κι έβγαλε αμέσως από πάνω του ένα άσπρο μακό που φορούσε απ’ το πρωί.

Στο φως του ήλιου φάνηκε η ζωγραφισμένη του πλάτη. Έριξα μερικές κλεφτές ματιές, γιατί ήξερα ότι δεν ήθελε να πολυκοιτάμε εκεί. Φταίγανε μάλλον όλα εκείνα τα παλιά μας σχόλια, τότε που είχε αποφασίσει να κάνει το δέρμα του έναν καμβά γεμάτο σύμβολα, χαράγματα ανεξίτηλα που θα τα ’χε επάνω του για μια ζωή. Κοίταξα με την άκρη του ματιού και πρόσεξα όλο εκείνο που ’μοιαζε με κουλουριασμένο φίδι ή στρόγγυλη ασπίδα. Πάνω του πρέπει να είχε ήλιους και άστρα… σαν να ξεχώρισα σύννεφα και δέντρα… έμοιαζε να ’ναι ο κόσμος ολόκληρος. Πώς χώραγε η πλάτη του τόσα πρόσωπα, χέρια, φωτιές, δαίμονες;…

Βούτηξε στα γαλανά νερά κι έβγαλε κεφάλι έξω απ’ το νερό αρκετά μέτρα μακριά απ’ το σκάφος. Αρχίσαμε να βουτάμε ο ένας πίσω από τον άλλον. Ο Μυκηναίος, που απ’ το πρωί είχε πιει τρία ουίσκι, άρχισε να φωνάζει για να τον ακούσουμε όλοι.

«Πάμε αγώνα τώρα, ποιός θα βγει πρώτος έξω, τώρα!» κραύγασε κι άρχισε να κολυμπάει προς την ακτή.

Κάθε επιθυμία του άνακτα ήταν για μας διαταγή. Δεν του χαλάσαμε ούτε τότε το χατίρι, και βαλθήκαμε όλοι ν’ ανοίξουμε τα πνευμόνια μας. Γρήγορα βρέθηκα πρώτος. Ο Στάθης ήταν ο πιο γυμνασμένος απ’ όλους μας, ήταν όμως βαρύς και ογκώδης, κι έτσι δεν ξεχώρισε μπροστά όπως θα περίμενε κανείς. Ο Μυκηναίος λαχάνιασε γρήγορα — εκατό τσιγάρα την ημέρα είναι πολλά… Είχα τις ελπίδες μου στη γνωστή φιλοπρωτία των εταίρων για να έχει ο αγώνας μας ενδιαφέρον, και δεν έπεσα έξω. Ο Χρήστος και ο Νικηφόρος, με μουσκεμένα τα λίγα του μαλλιά, μ’ ακολουθούσαν με γρήγορες απλωτές και σιγά σιγά έβρισκαν τον ρυθμό τους.

Προσπέρασα τον Μυκηναίο περίπου πενήντα μέτρα πριν από τη στεριά. Σε λίγο μ’ ακολούθησε κι ο Στάθης, που κολυμπούσε γρήγορα. Έβλεπα τη ζωγραφισμένη του πλάτη να βυθίζεται στο νερό κι ύστερα να βγαίνει πάλι για λίγο στο φως. Ενώ έβλεπα μπροστά μου τα χοντρά βότσαλα της ακτής κι ένιωθα πως είχα δυνάμεις και πλησίαζα, ξαφνικά μ’ έπιασε ένας ακαθόριστος φόβος που μου μούδιασε χέρια και πόδια. Έκοψα ταχύτητα κι ύστερα από λίγο σταμάτησα, ενώ πρόσεξα δίπλα μου τον Στάθη, που κι αυτός είχε επιβραδύνει. Κοιταχτήκαμε για λίγο κι ύστερα στρέψαμε αμήχανοι αλλού τα κεφάλια μας. Στο μεταξύ ακούγαμε πίσω μας αναταραχή, κάποιος ανακάτευε τα νερά κι αυτά άφριζαν. Ήταν ο Μυκηναίος που μας πλησίαζε. Εγώ τώρα μετεωριζόμουν στο νερό και δεν κολυμπούσα, έχω την εντύπωση πως κι ο Στάθης έκανε το ίδιο. Ο Μυκηναίος πέρασε ανάμεσά μας και τράβηξε ακάθεκτος προς την ακτή. Δεν άργησε να πατήσει κι αμέσως στάθηκε όρθιος και περπατώντας βγήκε έξω, ή μάλλον παραπατώντας. Τον είδαμε που δρασκέλισε μερικά μέτρα κι ύστερα έπεσε πάνω στα χαλίκια. Παρατώντας τον φόβο που με είχε ζώσει, άρχισα να κολυμπάω γρήγορα, ώσπου ένιωσα κάτω στα πέλματά μου τα βότσαλα. Βγήκα έξω με γρήγορα βήματα και τον πλησίασα. Ήταν σκυμμένος μπρούμυτα και βαριανάσαινε, προσπαθούσε να πάρει ανάσα αλλά ο αέρας δεν του έφτανε· το χρώμα του είχε αλλάξει. Τον κράτησα και λίγο τον ανασήκωσα. Το μάτι του ήταν άδειο, έμοιαζε σαν να ’χε μαλώσει πριν από λίγο με τον ίδιο τον Χάρο, τον είχε όμως σπρώξει παράμερα και του ’χε ξεγλιστρήσει την τελευταία στιγμή.

«Έρχεται ο Χρήστος», του είπα και προσπάθησα να τον στηρίξω περισσότερο.

«Καλά είμαι», είπε ξέπνοα κι έδιωξε το χέρι μου μακριά.

Συνέχιζε να ρουφάει αέρα απεγνωσμένα και να μου ’χει γυρισμένη την πλάτη κοιτάζοντας προς τον Θερσίτη. Στάθηκα δίπλα του και μόνο τον πρόσεχα, χωρίς να τον αγγίζω. Τα κορμιά μας έσταζαν το νερό της θάλασσας κι εγώ παρατηρούσα το σώμα του, που ήταν άλουστο στον ήλιο. Μόνο το πρόσωπο είχε πάρει χρώμα και η βάση του λαιμού. Οι μύες του ήταν χαλαροί. Πάνε χρόνια που ο μεγάλος ναυσιπλόος τα καλοκαίρια τεμπέλιαζε αντί να ξανοίγεται στις θάλασσες όπως παλιά. Έπινε μόνος του σε κλιματιζόμενα μπαρ — η σάρκα του φίλου μου μύριζε λευκό δέρμα που αρρωσταίνει. Είπα τότε να το ρίξω στην πλάκα, μιας που δε μ’ άφηνε να τον ακουμπήσω και το πρόσωπό του ήταν τραβηγμένο στο σχήμα της απόγνωσης.

«Σαν νοσοκόμα είσαι, ρε μαλάκα, άσπρος άσπρος!»

Θα έκανα τα πάντα εκείνη την ώρα μόνο και μόνο για να διώξω την αγωνία της ανάσας του.

Κατάφερε μόνο να μου χαμογελάσει και κούνησε το κεφάλι, το στήθος του συνέχισε ν’ ανεβοκατεβαίνει παλεύοντας να ισορροπήσει.

Στο μεταξύ έφτασαν και οι υπόλοιποι, που τους ξέβρασε η θάλασσα σαν μέδουσες. Ο Γέρος, με τα κοντά του πόδια και χωρίς τα γυαλιά, κοίταζε σαν χαμένος εδώ κι εκεί — ένα τυφλό μαλάκιο που δεν ήξερε πού πατά και πού πηγαίνει· τα μοναδικά πλαϊνά μαλλιά του ήταν βρεγμένα κι έφτιαχναν δυο ατροφικές μπούκλες που κρέμονταν θλιβερές· μια παρωδία Αχαιού πολεμιστή. Ο Χρήστος ανάσαινε κι αυτός με ξέφρενο ρυθμό κι έπιανε με τα χέρια τη μέση του, ο Στάθης είχε ξαπλώσει ανάσκελα στα χαλίκια για να κρύβει την πλάτη του, ενώ ο Μυκηναίος έμοιαζε ακόμα σαν ετοιμοθάνατος, καθώς συνέχιζε να κοιτάζει προς τα εξημερωμένα κύματα σαν να τους ζητούσε τον λόγο που τον ξευτέλισαν έτσι και κόντεψαν να του πάρουν την ψυχή. Αυτό ήταν το τσούρμο των συντρόφων μου που πήγαινε να κλέψει την Ελένη, και ήταν αξιοθρήνητο.

«Άλλες φορές τέτοιες μαλακίες δεν έχει» είπε κάποια στιγμή ο Νικηφόρος, όταν όλοι μας είχαμε χορτάσει αέρα. «Δεν είμαστε είκοσι χρονών».

«Μια δύσκολη ώρα ήταν και πέρασε», παρατήρησε ο Χρήστος, που μας κοίταζε τώρα έναν έναν προσεχτικά καθώς θυμήθηκε πως ήταν ο μοναδικός γιατρός ανάμεσά μας κι είχε την έγνοια μην του μείνει κανείς στα χέρια.

«Έχεις κι άλλες τέτοιες ωραίες ιδέες;» ρώτησε τον αδελφό του και τον έπιασε απ’ τον καρπό για να δει τον σφυγμό του.

«Καλά είμαι!» είπε εκείνος και τράβηξε πίσω το χέρι του απότομα.

Ο άναξ ανδρών φαινόταν πως είχε αρχίσει να συνέρχεται. Αυτό φάνηκε απ’ την έκφραση στο πρόσωπό του, που είχε διώξει μακριά την αγωνία και ήταν έτοιμος πάλι να προστάξει.

«Τί μας είπε ο τρελόγερος στον Αϊ-Στράτη; όποιος πατήσει πρώτος το πόδι στο νησί θα πεθάνει. Κύριοι, είμαι ζωντανός, ξεθεωμένος αλλά ζωντανός. Αυτό το ταξίδι μας το προστατεύουν θεϊκές δυνάμεις, να το θυμάστε!»

Κοιταχτήκαμε — ο Στάθης πιο πολύ ήταν αυτός που μου ’ριξε μια ένοχη ματιά. Δεν ξέρω για τους άλλους, αλλά οι δυο μας είχαμε σταματήσει πριν βγούμε στην ακτή, ήμασταν δυο αμόρφωτες φοβικές γριές που ζούσαν μέσα στις πιο αναχρονιστικές προλήψεις. Νιώθαμε ντροπή για μας και θαυμασμό για τον Μυκηναίο, γιατί γι’ άλλη μια φορά μάς είχε αποδείξει πως αυτός ήταν που πήγαινε μπροστά, η ανδρότητά του υπερίσχυε. Τολμηρός, ζάθεος, αυτός ήταν που έβλεπε τα μεγάλα όνειρα τα βράδια.

Ξαπλώσαμε πάνω στα χοντρά βότσαλα και λιαζόμασταν για αρκετή ώρα σαν τις χελώνες. Σ’ εκείνον τον μικρό όρμο ήμασταν μόνοι. Πουθενά δεν ξεχωρίζαμε δρόμο ή μονοπάτι, η μόνο πρόσβαση στη στενή ακτή με τα βότσαλα ήταν απ’ τη θάλασσα. Για αρκετή ώρα δε μιλούσε κανείς, ξεκουράζαμε τα κουρασμένα μέλη μας κι είχαμε αφεθεί σ’ ένα νανούρισμα απ’ τα τζιτζίκια που τα αφιόνιζε η ζέστη του μεσημεριού.

Έκλεισα τα μάτια με πρόσωπο στον ήλιο και χάθηκα ανάμεσα σε ύπνο και ξύπνιο. Θυμάμαι είχα απόλυτο έλεγχο της συνείδησης, γλιστρούσα όμως στις κατηφόρες της μνήμης, αυτής που μου ’παιζε μες στο μεσημέρι παράξενα παιχνίδια. Θυμήθηκα χρόνια πριν στο πανεπιστήμιο τα μαθήματα που κάναμε για τον ομηρικό κύκλο, αναπόλησα το αμφιθέατρο, το σπουδαστήριο, μα πιο πολύ έφερα στον νου μου τον Πρωτεσίλαο, τον ομηρικό ήρωα. Γιατί άραγε; Τί ήταν η Λέσβος τελικά;

Όταν έφτασαν οι Αχαιοί στις ακτές της Τροίας, έτσι μας έλεγαν τότε στο μάθημα, κανείς δεν τολμούσε να πατήσει πρώτος στη στεριά, γιατί υπήρχε ένας χρησμός, μια προειδοποίηση από τη Θέτιδα, πως ο πρώτος που θα πατούσε στο χώμα της Τροίας θα έπεφτε νεκρός. Ο Οδυσσέας τότε, αυτή η διαόλου κάλτσα, πέταξε την ασπίδα του στη στεριά και μ’ ένα πήδημα βρέθηκε πάνω της χωρίς να πατήσει στο χώμα. Ο Πρωτεσίλαος, ο γιος του Ίφικλου, αρχηγός των Θεσσαλών, ξεγελάστηκε και πήδηξε έξω απ’ τα καράβια ύστερα απ’ τον Οδυσσέα πατώντας στο χώμα. Εκείνη την ώρα τον τρύπησε το κοντάρι του Έκτορα κι έπεσε κάτω νεκρός. Τί δουλειά είχαν όμως όλ’ αυτά μ’ εκείνο το χθεσινό παραλήρημα του παράφρονα γέρου στον Αϊ-Στράτη; Μας είχε παγώσει όλη τη νύχτα όταν, αντί για κατευόδιο, σερνόταν πίσω μας και μας προειδοποιούσε πως όποιος πατήσει πρώτος στο νησί θα πεθάνει…

Άνοιξα τα μάτια κι έβαλα σκιά την παλάμη μου γιατί με τύφλωνε ο ήλιος. Γύρισα στο πλάι να βολευτώ καλύτερα, γιατί η πλάτη μου είχε πονέσει απ’ τα βότσαλα. Οι εταίροι χαλάρωναν και ηρεμούσαν. Δίπλα άκουγα κι ένα απαλό ροχαλητό· κάποιος κοιμόταν. Άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου από την έκπληξη. Μπροστά μου, και σε απόσταση ενός μέτρου, έβλεπα τη ζωγραφισμένη πλάτη του Στάθη. Κοιμισμένος εκείνος είχε γυρίσει στο πλάι για να βολευτεί κι άθελά του είχε αποκαλύψει τα μυστήριά της στο φως.

Αντίκρισα τη φαρδιά του πλάτη μέσα από το χνότο του ύπνου. Δεν κατάλαβα ποτέ τί από αυτά που είδα τότε υπήρχε εκεί πραγματικά και τί ήταν απολειφάδια και τρίμματα της χαύνωσης του μεσημεριού. Στο κέντρο της σπείρας ξεχώριζαν ο ήλιος και τ’ αστέρια κι ύστερα κάμπος πλατύς και πάνω άνθρωποι και μηχανήματα· το χώμα ήταν αυλακωμένο. Πίσω από ένα τρακτέρ ακολουθούσαν δαίμονες που έσπερναν δόντια στο οργωμένο χώμα. Πόλεμος θα ’ταν, γιατί ξεχώριζα σπίτια καμένα και άκρα παιδιών κοκαλωμένα. Ένα τεράστιο μανιτάρι, μάλλον έκρηξη, τα σκέπαζε όλα· από κάτω του βαθουλωμένα πρόσωπα, κόγχες μαύρες, στόματα ορθάνοιχτα που κάτι ούρλιαζαν και καταριόνταν το μεγάλο μανιτάρι. Και ο σαλίγκαρος συνέχιζε να ξεδιπλώνεται κι άλλαζε τις σκηνές. Ένα λιοντάρι θαρρείς βγαλμένο από αρχοντικό οικόσημο με δίπλα του ορθοκέρατα βόδια, πιο πέρα κυνηγοί με δόρατα, ύστερα ένας σκελετός με δρεπάνι, ο Χάρος. Τέλος, στο ύστατο ξετύλιγμα υπήρχε ένας ανάποδος σταυρός, ένα δίχτυ αράχνης κι ένα πλοίο με πανιά. Κάπου πήγαινε αυτό το πλοίο· πάνω του σύννεφα και δυο μισά φεγγάρια. Έσκυψα να δω καλύτερα, γιατί τα κύματα κάτι έγραφαν πάνω τους — σκόρπια γράμματα επέπλεαν σαν σανίδες από ναυάγια…

Κάτι μουρμούρισε στον ύπνο του και γύρισε ανάσκελα. Η πλάτη χάθηκε, στη θέση της έβλεπα τώρα το ευρύ στήθος του Στάθη και το πρόσωπό του. Το γυμνό κρανίο του ήταν ψημένο στον ήλιο. Πάνω στον χοντρό λαιμό φούσκωνε μια φλέβα, είχε τα φρύδια συνοφρυωμένα και τα μάτια κλειστά. Φαινόταν πως ο ήλιος του μεσημεριού τού πρόβαλλε όνειρα στη σκοτεινή αίθουσα της ψυχής του και τον τυραννούσε.

Κούνησα λίγο το κεφάλι κι ανασηκώθηκα, τ’ αυτιά μου βούιζαν, το δέρμα στην κοιλιά με φαγούριζε. Δεν ήξερα για πόσο ήμουν ξαπλωμένος πάνω στην ακτή. Ποιός ξέρει πόσην ώρα είχα ξεχαστεί σ’ εκείνη την τραμπάλα ύπνου και ξύπνιου… Είδα το ρολόι μου· ήταν περασμένες πέντε. Ανασηκώθηκα και κοίταξα δυο άλλα σώματα που ήταν πεσμένα μπρούμυτα δίπλα στον Στάθη και φαίνονταν κι αυτά κοιμισμένα. Εκατό μέτρα πιο πέρα, σε μια προεξοχή της ακτής, είδα τον Μυκηναίο πάνω σ’ έναν βράχο που τον έζωνε το κύμα να ατενίζει τον Θερσίτη που έστεκε αγκυροβολημένος στα βαθιά. Τον πλησίασα βρέχοντας τα πόδια μου στο ήμερο κύμα. Το στόμα μου ήταν φαρμάκι απ’ τον ύπνο και το αλατόνερο που είχα καταπιεί καθώς κολυμπούσα. Μόλις με άκουσε να πλησιάζω, γύρισε και με κοίταξε· φαινόταν αφηρημένος.

«Δεν ξάπλωσες;» τον ρώτησα.

«Έγειρα, αλλά δεν έκλεισα μάτι. Εσείς είστε έτσι πάνω από μισή ώρα, θα σας ψήσει ο ήλιος».

«Τί έχεις;» του είπα και τον έπιασα απ’ τον ώμο.

«Σκέφτομαι».

«Τί;»

«Γενικά… σκέφτομαι».

Ήθελα να τον ρωτήσω πόσο είχε φοβηθεί που του είχε κοπεί η ανάσα όταν βγήκε απ’ τη θάλασσα, αλλά ήξερα πως θα ξεγλιστρούσε κι απάντηση δε θα ’παιρνα.

«Είναι ώρα να πηγαίνουμε», του είπα.

«Λέω να μείνουμε απόψε εδώ, τί λες; Έχει ερημιά… τη χρειαζόμαστε την ερημιά. Μόνο εμείς είμαστε εδώ, θ’ ανάψουμε και μια φωτιά, τί λες; Όπως παλιά, τότε, θυμάσαι;»

«Γι’ αυτό είσαι πάντα αρχηγός».

Χαμογέλασε.

«Είμαι ακόμα λες;»

«Γιατί, αμφιβάλλεις;»

«Νίκο, γερνάω…» το πρόσωπό του είχε σκοτεινιάσει.

«Ξέρεις κανέναν μας να ξανανιώνει;»

«Έχω μεγάλη ελπίδα σ’ αυτό το ταξίδι…»


[…]

Σηκώσαμε άγκυρα πριν απ’ τα μεσάνυχτα εκείνης της Δευτέρας. Ανάψαμε τα πλευρικά φώτα, το κόκκινο και το πράσινο, όπως και το μικρό στην κορυφή απ’ το κατάρτι. Τα μαντάρια ανέβασαν τα πανιά και πλέοντας όρτσα χωθήκαμε στο μπλάβο πέλαγος. Χάζευα απ’ την πρύμνη τα Καρδάμυλα φωτισμένα και πίσω τους τη σκιά του βουνού. Ο Θερσίτης στην αρχή κουνούσε, γιατί ήταν αγουροξυπνημένος, κι έπλεε αμήχανος πάνω στα μαύρα νερά, ώσπου μουδάραμε τα πανιά και βρήκε τον τρόπο του.

Ο Μυκηναίος στο τιμόνι έβγαλε μια κραυγή χαράς. Στο μισόφωτο ξεχώριζε το κουρεμένο κεφάλι και το πυκνό γένι. Εκείνες τις στιγμές φαινόταν ευτυχισμένος. Είχε ξελασκάρει για λίγο απ’ τη δυστυχία του και γελούσε στα κύματα, που ήταν φίλοι του από χρόνια.

Σε κάθε λεπτό που περνούσε χωνόμασταν όλο και πιο βαθιά στη νύχτα. Σε λίγο ένιωσα τη μοναξιά, αυτό που αγαπούσε ο καπετάνιος, το μαύρο πέλαγος. Τα φώτα της στεριάς ήταν πια πολύ μακριά· ήμασταν μόνοι. Τις προηγούμενες μέρες του ταξιδιού οι εταίροι κι εγώ είχαμε συντροφιά μας τις ψευδαισθήσεις, όλα αυτά όμως είχαν πια αποδημήσει. Καθώς οι μέρες περνούσαν, οι πόρτες του παλιού κόσμου που είχαμε αφήσει πίσω μας είχαν αρχίσει μία μία να κλείνουν. Ήμασταν μόνοι.

Άρχισα να τους ψευτοβοηθάω με τα σχοινιά και τα πανιά για να μη μιλήσω. Δεν έγραψα κανένα ποίημα εκείνο το βράδυ στο μαύρο πέλαγος, είδα μόνο ενορατικά την αλήθεια μας. Δεν ξέρω αν ήμουν ο μύστης τους, καταλάβαινα όμως πως ό,τι και να είχα διακρίνει μέσα στην αμβροσία νύχτα, έπρεπε να το κρατήσω μέσα μου.

«Το βλέπεις;» μου είπε καθώς στάθηκα δίπλα του και μου έσφιξε πάλι τον ώμο. «Να είσαι σίγουρος ότι αυτό το μεγαλείο, αυτά τα κύματα δε θα με απολύσουν ποτέ. Η θάλασσα, Χαλκίνη, ή θα σε λατρέψει εξαρχής ή θα σε καταπιεί!»

Μπροστά μας απλωνόταν ο αστερόεις ουρανός, πίσω μας η σελήνη είχε ξεπροβάλει πάνω απ’ το βουνό. Η μηχανή μας ήταν σβηστή, ακουγόταν μόνο ο αέρας στα πανιά κι ο αφρός που άσπριζε λίγο εδώ και λίγο εκεί ώσπου να χαθεί και να γίνει πάλι μαυρόνερα.

Σήκωσα ψηλά το κεφάλι και είδα το μικρό μας φως πάνω στο κατάρτι — το μάτι του Θερσίτη. Θυμήθηκα τους μύθους, τους Διόσκουρους και τα φώτα του Αγίου Έλμου, που εμφανίζονται στα κατάρτια την πιο δύσκολη ώρα της τρικυμίας για να σώσουν το καράβι. Εκείνο το βράδυ όμως το μόνο που έβλεπα ενορατική ήταν η αλήθεια μας, πως πλέαμε μονάχοι σ’ ένα πέλαγος αποψιλωμένο από μύθους.

Δεν ξέρω γιατί, αλλά ο Μυκηναίος δεν το είχε κλείσει. Ήταν ίσως της μοίρας ή απ’ τους θεούς, όπως το έχω πει πολλές φορές για κείνο το ταξίδι. Το κινητό ξανάρχισε πάλι να χτυπά.

Τον είδαμε που άφησε το τιμόνι και το σήκωσε. Το σκάφος δεν έχει χώρο να περπατήσεις, δεν είναι αμμουδιά να εκτονώσεις τα νεύρα σου, ν’ ανοίξεις το βήμα και να τρέξεις. Κάθισε στον καναπέ, κι ενώ μας έκανε νόημα να πάει κάποιος στο τιμόνι, την άκουγε. Εμείς δε μιλούσαμε, συνωστιζόμασταν σιωπηλοί όπως τ’ αστέρια τη νύχτα.

Τον ακούσαμε που άρχισε πάλι να φωνάζει, ύστερα τράβηξε το ακουστικό απ’ τ’ αυτί του και ήταν έτοιμος να το πετάξει στο νερό.

«Ακούστε την την πουτάνα!» μας φώναξε. «Ακούστε την!»

Έβαλε ανοιχτή ακρόαση κι ύστερα άφησε το τηλέφωνο πάνω στο τραπέζι.

«Είκοσι πέντε χρόνια! Δώσε μου πίσω τη ζωή μου, ακούς;» η φωνή της Ντόρας σε υστερία έσπαζε σε κομμάτια την ησυχία της νύχτας. «Δώσε μου πίσω τη ζωή μου, μεθύστακα! Ακούς; Τη ζωή μου θέλω και το παιδί μου! Το παιδί μου, φονιά! Φονιά!»

Ο Χρήστος πετάχτηκε απ’ τη θέση που καθόταν, άρπαξε το κινητό και το πέταξε μ’ όλη του τη δύναμη στο μαύρο πέλαγος. Έπαιρνε κι εκείνος τώρα βαθιές ανάσες, όπως κι ο Μυκηναίος, που επιπλέον έπιανε με την παλάμη το στήθος του.

Ο Νικηφόρος άφησε το τιμόνι και τον κράτησε απ’ τον ώμο.

«Πονάει η πλάτη!» ψιθύρισε ο άναξ ανδρών και πήγε να σηκωθεί. Τα μάτια του έκλειναν, πονούσε.

«Χρήστο, γρήγορα!» φώναξε ο Νικηφόρος.

Ο καπετάνιος είχε γονατίσει στο κατάστρωμα κι ύστερα έπεσε μπρούμυτα. Τρέξαμε όλοι από πάνω και τον γυρίσαμε ανάποδα. Όταν είδα το τιμόνι ακυβέρνητο, κατάλαβα πως όπου να ’ναι θα ερχόταν καινούριος κυβερνήτης — ο άγγελος ψυχοπομπός.

Ο Χρήστος άρχισε να του πιέζει το στήθος με τα δυο χέρια, εγώ ρουφούσα όσο αέρα της θάλασσας χωρούσαν τα πνευμόνια μου και τον φιλούσα αφήνοντας μέσα του όσον μπορούσα. Ήταν αέρας του μαύρου πελάγους, που πολύ αγαπούσε. Εκείνα που θυμάμαι ήταν η τελευταία του ματιά, η βουβή, η παραπονεμένη, και το στόμα του, που μύριζε πιοτό και καπνό — η μυρωδιά του.

Ο Μυκηναίος ξεψύχησε στα χέρια μας στο κατάστρωμα του Θερσίτη τα μεσάνυχτα εκείνης της Δευτέρας. Ο Στάθης ήταν αυτός που τον ακούμπησε κάτω, καθώς έκλεινε μες στη χοντρή παλάμη του τα δάχτυλά του ώς την τελευταία στιγμή.

Σηκώσαμε τα κεφάλια μας και κοιταχτήκαμε· ήμασταν ακόμη γονατισμένοι πάνω του.

«Τελείωσε;» ρώτησα τον Χρήστο, που ’χε το χέρι του στον λαιμό κι ερευνούσε τον σφυγμό του.

Εκείνος κούνησε το κεφάλι, άπλωσε το άλλο χέρι και του έκλεισε τα μάτια.

«Έναν καθρέφτη να βεβαιωθούμε!» είπε ο Νικηφόρος.

«Άδικος κόπος», ψιθύρισε ο Χρήστος.

Ο Νικηφόρος δεν τον άκουσε, σηκώθηκε και ξαναγύρισε μ’ έναν μικρό καθρέφτη. Ήταν απ’ τη βαλίτσα της Ελένης, τότε που ο Χρήστος την άδειαζε με μανία στο πέλαγος. Ο Νικηφόρος τον είχε γλιτώσει χωρίς να ξέρει κι αυτός το γιατί, για το μέλλον, ως μνημείο μιας αποτυχημένης εκστρατείας. Ο καθρέφτης της Ελένης δε θόλωσε, ο άναξ ανδρών δεν είχε πια ανάσα.

Ο Στάθης έκανε τον σταυρό του.

«Να τον πάμε μέσα», είπα και κοίταξα προς το τιμόνι. Περίμενα να δω τον άγγελο να το βαστάει και τον πελαγίσιο αέρα να του ανεμίζει τον χιτώνα.

«Όχι, καλύτερα εδώ έξω», είπε ο Στάθης και σκούπισε τα μάτια του. «Εδώ έξω που του αρέσει».

Τραβήξαμε στην άκρη το τραπέζι και ανοίξαμε χώρο. Τον σηκώσαμε και τον βάλαμε στη μέση. Ο Νικηφόρος τού σταύρωσε τα χέρια και του έκλεισε τα πόδια.

«Κάποιος στο τιμόνι κι ένας να κατεβάσει όλα τα πανιά!» διέταξε ο Χρήστος.

Ο Στάθης σηκώθηκε και πήγε στα μαντάρια.


Το αντρικό μοιρολόι δεν το ’χε μελετήσει κανείς. Λαογράφοι, μουσικοί κι ανθρωπολόγοι σήκωσαν τους ώμους αδιάφορα και προσπέρασαν. Ο αντρικός θρήνος πριν απ’ τον τάφο είναι ένας πολιτισμός ολόκληρος, αθέατος όμως, μόνο κουκούτσια και σπαράγματα μπορείς να βρεις ακούγοντας τα λόγια των γερόντων στο καφενείο. Οι άντρες θρηνούν μέσα τους, βαθιά στις εγωιστικές τους κρύπτες, θρηνούν για την αιωνιότητα των στιγμών τους που τις πίστεψαν, θρηνούν για λέξεις θηλυκές που τους ξεγέλασαν, αθανασία, παντοτινότητα. Ο αντρικός θρήνος είναι αποχαιρετισμός και ελεγεία, βρισιά, ροχάλα και μίσος για την ανάσταση που αργεί. Είναι ένας θρήνος βαρετός χωρίς τσεμπέρια και δάχτυλα που σφίγγονται σπαρακτικά, βουβός, που τον διακόπτει καμιά φορά το χλιμίντρισμα απ’ το άλογο του πεθαμένου που περιμένει μόνο του έξω απ’ τον στάβλο.

Ο Θερσίτης έμεινε για κάποιες ώρες ουσιαστικά ακυβέρνητος στο πέλαγος με κατεβασμένα τα πανιά. Ο Χρήστος, που είχε τώρα το κουμάντο του σκάφους, ήξερε πως δεν υπήρχε κίνδυνος να ξεμακρύνουμε μεσοπέλαγα. Καταλαβαίναμε όλοι πως την αυγή έπρεπε να παραδώσουμε τον φίλο μας πίσω στη στεριά. Εκείνη η μισή νύχτα όμως, η τελευταία νύχτα, ήταν δικιά μας, μέχρι να αναλάβουν το κορμί του οι επαγγελματίες, ο νεκροθάλαμος και το αεροπλάνο.

Κλάψαμε την πρώτη μισή ώρα, ύστερα ανασκουμπωθήκαμε γιατί έπρεπε να αποδώσουμε τις τιμές.

Ξεκινήσαμε γύρω απ’ το σώμα του άνακτα αγώνες μνήμης. Ο νικητής θα ήταν αυτός που θα στόλιζε τον νεκρό με τις πιο καίριες αναμνήσεις από μια ζωή ολόκληρη που ζήσαμε μαζί του. Ο Στάθης άνοιξε το τελευταίο μπουκάλι κόκκινο κρασί της κάβας του Θερσίτη, κι αφού απλώσαμε λίγο στα παγωμένα χείλη του, ήπιαμε μόνο μια γουλιά και αρχίσαμε.

Ξεκίνησα εγώ λέγοντας για τον μεγάλο δρόμο και για κείνα τα ψηλά αγόρια με τα σπυριά που σχολούσαν έχοντας τις τσάντες στην πλάτη, που περνούσαν μπροστά από το Ιντεάλ και το Αχίλλειον, χάζευαν τις φωτογραφίες και τις ώρες προβολής κι ύστερα βρέχονταν με τα νερά της κρήνης στην αυλή της μεγάλης εκκλησίας. Ήπια μια γουλιά και πέρασα το μπουκάλι δίπλα στον Νικηφόρο.

Ο Γέρος είπε για τις εκδρομές με τις σκηνές στη Χαλκιδική, για το οτοστόπ, τις θίνες, τις φωτιές στην αμμουδιά. Θυμήθηκε τις συζητήσεις τις ατέλειωτες μπροστά στα αναμμένα κούτσουρα, τις απορίες και τους φόβους μας στον προθάλαμο μιας ζωής που μόλις άρχιζε. Τί είχε πει τότε ο ένας, τί είχε πει ο άλλος, τί τραγούδια ακούγαμε, ακόμα και τί μάρκα κονσέρβες κουβαλούσαμε στον σάκο.

Ο Στάθης πάλι θυμήθηκε κάποιες Πρωτοχρονιές, τις σαμπάνιες, τις γραβάτες, τα κολιέ των γυναικών και την πόκα μας την ατελείωτη με πονταρίσματα, χτυπήματα, μονομαχίες και μπλόφες. Είπε για τον άνακτα το πώς κορόιδευε τον Χρήστο, που όταν είχε καλό φύλλο ήταν αδύνατο να το κρύψει το πρόσωπό του.

Ο Χρήστος, όταν ήρθε η σειρά του, έσπασε κι έκλαψε ξανά, γιατί μες στη χιονοστιβάδα των αναμνήσεων ήταν και τα παιδικά τους χρόνια, για τα οποία εμείς δεν είχαμε λόγο.

Ο κύκλος έκλεισε και ξανάρχισε πολλές φορές. Ο αφηγητής έπινε κάθε φορά μόνο μία γουλιά. Αναστήθηκαν εκείνη τη νύχτα στα λόγια μας ο Τόλης, η Ερασμία με το υπόγειο και τις κολόνιες, τα κωλόχερα στο αστεροσκοπείο, η χυλόπιτα του άνακτα απ’ την Ελένη, οι απογευματινοί καφέδες στην Αριστοτέλους, το Ναβαρίνο, οι γυναίκες μας…

Γύρω στις τέσσερις σηκώθηκα. Τα μάτια τους με κοίταξαν απειλητικά· ήξερα τότε πως θα μάζευα πάνω μου όλο τον θυμό και τη λύπη τους.

«Κάποιος πρέπει να πει τέλος», ανακοίνωσα.

«Είναι νωρίς ακόμα…» απάντησε ο Στάθης,

«Είναι ώρα…» είπα, έσκυψα στον άνακτα και του χάιδεψα το κεφάλι.

Ο Χρήστος τώρα κοίταζε πέρα στο σκοτάδι. Το αεράκι είχε πέσει, σ’ όλο το μαύρο πέλαγος ακούγονταν μόνο οι φωνές μας και κάπου κάπου τα τριξίματα του Θερσίτη που τον αποχαιρετούσε κι αυτός.

«Νικηφόρε, κέρδισες!» είπα και προσπάθησα να χαμογελάσω.

«Ποιό είναι το βραβείο;» ρώτησε. Καθώς απ’ το πρόσωπό του είχε φύγει το φως απ’ τις ιστορίες της ζωής μας που μόλις είχαν τελειώσει, ήταν τώρα κι αυτός μια κέρινη μάσκα.

«Απόψε ξενυχτάμε τον Μυκηναίο, τον άνακτα αδερφό μας. Σου θυμίζω πως στον κόσμο του Ομήρου τέτοιες ώρες, στους ταφικούς αγώνες, δίνανε για έπαθλα μέταλλα, όπλα χάλκινα, ασπίδες, σίδερο και χρυσό»,

Με κοίταξε παραξενεμένος. Σηκώθηκα και μπήκα μέσα, έλεγξα αν ήταν ο ασύρματος ανοιχτός, γιατί σε λίγο θα τον χρειαζόμασταν, και πήρα το μπουκάλι απ’ το κρεβάτι όπου ήταν παρατημένο.

Βγήκα έξω και τους είπα.

«Πρέπει ο Νικηφόρος να πάρει κάτι δικό του… δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι καλύτερο… Συμφωνείτε;» είπα και τους το έδειξα.

Κουνώντας το κεφάλι μου έδωσαν την άδεια. Άπλωσα το χέρι και του παρέδωσα το μεταλλικό πλακέ μπουκάλι, που σ’ αυτό ο άναξ ανδρών κουβαλούσε χρόνια πάνω του το αθάνατο νερό.

Ύστερα από λίγο βάλαμε μπρος τη μηχανή και ειδοποιήσαμε με τον ασύρματο το λιμεναρχείο πως είχαμε νεκρό στο σκάφος.

[...]


Ισίδωρος Ζουργός. 2011. Ανεμώλια. Αθήνα: Πατάκης.