Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

118. – Εὐαγόρας §§ 8-11

Ο Ευαγόρας είναι ο πρώτος από τρεις λόγους του Ισοκράτη που σχετίζονται με τη βασιλική δυναστεία της Σαλαμίνας της Κύπρου (χαρακτηρίζονται για τον λόγο αυτό "Κυπριακοί λόγοι") και προβάλλουν έντονα το ιδεώδες της μοναρχίας ως της μόνης δύναμης που θα μπορούσε να συνενώσει τους Έλληνες. Ο συγκεκριμένος λόγος γράφτηκε γύρω στο 365 π.Χ., λίγα χρόνια μετά τον θάνατο (374/73 π.Χ.) του βασιλιά Ευαγόρα. Με το λόγο του ο Ισοκράτης ήθελε "να τιμήσει τον ισχυρό του φίλο και να υποδείξει στο γιο του το Νικοκλή πού θα μπορούσε να τον οδηγήσει η φιλοσοφία [: ο όρος δηλώνει το παιδευτικό αίτημα του Ισοκράτη που απαιτούσε τον συνδυασμό της ρητορικής εκπαίδευσης με τη συζήτηση σημαντικών ζητημάτων], που διδάχτηκε από το συγγραφέα του λόγου, αρκεί μόνο να ήθελε να της μείνει πιστός" (Β. Λαούρδας). Ο έπαινος του Ευαγόρα δεν αποδίδει ίσως με απόλυτη πιστότητα την προσωπικότητα τον Ευαγόρα, αφού στο πρόσωπό του προβάλλονται εμφανώς χαρακτηριστικά του ιδεώδους μονάρχη, παρουσιάζει ωστόσο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις αντιλήψεις του Ισοκράτη σχετικά με τον ίδιο τον χαρακτήρα ενός τέτοιου επαίνου.

Στο προοίμιο του λόγου ο Ισοκράτης επισημαίνει τη σημασία που έχει ο λόγος για να τιμηθεί επάξια ο νεκρός. Επισημαίνει επίσης ότι ο έπαινος δεν θα έπρεπε να περιορίζεται εξαιτίας του φθόνου μόνο σε μυθικά πρόσωπα, αλλά θα έπρεπε να αναφέρεται και στις σύγχρονες ιστορικές προσωπικότητες. Ακολουθεί η ανθολογούμενη περικοπή, στην οποία ο Ισοκράτης μιλάει για το πρωτότυπο εγχείρημά του να συνθέσει έπαινο για σύγχρονη προσωπικότητα σε πεζό λόγο, κάτι που μέχρι τη στιγμή εκείνη αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο της λυρικής ποίησης. Αυτό του δίνει την ευκαιρία να συγκρίνει τον ποιητικό με τον πεζό λόγο υπό τη συγκεκριμένη οπτική γωνία. Στις παρατηρήσεις του διαφαίνεται με σαφήνεια η βαθμιαία εξάπλωση και κυριαρχία του πεζού λόγου σε βάρος της ποίησης.

[8] οἶδα μὲν οὖν ὅτι χαλεπόν ἐστιν ὃ μέλλω ποιεῖν, ἀνδρὸς ἀρετὴν διὰ λόγων ἐγκωμιάζειν. σημεῖον δὲ μέγιστον· περὶ μὲν γὰρ ἄλλων πολλῶν καὶ παντοδαπῶν λέγειν τολμῶσιν οἱ περὶ τὴν φιλοσοφίαν ὄντες, περὶ δὲ τῶν τοιούτων οὐδεὶς πώποτ᾽ αὐτῶν συγγράφειν ἐπεχείρησεν. καὶ πολλὴν αὐτῶν ἔχω συγγνώμην. [9] τοῖς μὲν γὰρ ποιηταῖς πολλοὶ δέδονται κόσμοι· καὶ γὰρ πλησιάζοντας τοὺς θεοὺς τοῖς ἀνθρώποις οἷόν τ᾽ αὐτοῖς ποιῆσαι καὶ διαλεγομένους καὶ συναγωνιζομένους οἷς ἂν βουληθῶσιν, καὶ περὶ τούτων δηλῶσαι μὴ μόνον τοῖς τεταγμένοις ὀνόμασιν, ἀλλὰ τὰ μὲν ξένοις, τὰ δὲ καινοῖς, τὰ δὲ μεταφοραῖς, καὶ μηδὲν παραλιπεῖν ἀλλὰ πᾶσι τοῖς εἴδεσι διαποικῖλαι τὴν ποίησιν· [10] τοῖς δὲ περὶ τοὺς λόγους οὐδὲν ἔξεστι τῶν τοιούτων, ἀλλ᾽ ἀποτόμως καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς πολιτικοῖς μόνον καὶ τῶν ἐνθυμημάτων τοῖς περὶ αὐτὰς τὰς πράξεις ἀναγκαῖόν ἐστι χρῆσθαι. πρὸς δὲ τούτοις οἱ μὲν μετὰ μέτρων καὶ ῥυθμῶν ἅπαντα ποιοῦσιν, οἱ δ᾽ οὐδενὸς τούτων κοινωνοῦσιν· ἃ τοσαύτην ἔχει χάριν, ὥστ᾽ ἂν καὶ τῇ λέξει καὶ τοῖς ἐνθυμήμασιν ἔχῃ κακῶς, ὅμως αὐταῖς ταῖς εὐρυθμίαις καὶ ταῖς συμμετρίαις ψυχαγωγοῦσι τοὺς ἀκούοντας. [11] γνοίη δ᾽ ἄν τις ἐκεῖθεν τὴν δύναμιν αὐτῶν· ἢν γάρ τις τῶν ποιημάτων τῶν εὐδοκιμούντων τὰ μὲν ὀνόματα καὶ τὰς διανοίας καταλίπῃ, τὸ δὲ μέτρον διαλύσῃ, φανήσεται πολὺ καταδεέστερα τῆς δόξης ἧς νῦν ἔχομεν περὶ αὐτῶν. ὅμως δὲ καίπερ τοσοῦτον πλεονεκτούσης τῆς ποιήσεως, οὐκ ὀκνητέον, ἀλλ᾽ ἀποπειρατέον τῶν λόγων ἐστίν, εἰ καὶ τοῦτο δυνήσονται, τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας εὐλογεῖν μηδὲν χεῖρον τῶν ἐν ταῖς ᾠδαῖς καὶ τοῖς μέτροις ἐγκωμιαζόντων.

[8] Αντιλαμβάνομαι βέβαια ότι είναι δύσκολο αυτό που προτίθεμαι να κάνω, να εγκωμιάσω με πεζό λόγο τις αρετές ενός ανδρός. Μέγιστη απόδειξη για όσα λέω αποτελεί το εξής: Οι ασχολούμενοι με τη φιλοσοφία τολμούν να εκφράζουν τη γνώμη τους για πολλά και διάφορα, κανείς τους όμως έως τώρα δεν επεχείρησε να συγγράψει λόγο με τέτοιο αντικείμενο. Και τους κατανοώ απολύτως. [9] Γιατί στους ποιητές έχει δοθεί η δυνατότητα να χρησιμοποιούν πολλά στολίδια. Μπορούν αίφνης να παρουσιάζουν τους θεούς να συναναστρέφονται τους ανθρώπους, να συζητούν μαζί τους και να βοηθούν όποιον θέλουν στη μάχη, διατυπώνοντάς τα όλα αυτά όχι μόνο με συνηθισμένες εκφράσεις, αλλά και με λέξεις άλλοτε εντελώς ασυνήθιστες, άλλοτε νεόκοπες, άλλοτε μεταφορικά χρησιμοποιούμενες, χωρίς να παραλείπουν τίποτα αλλά χρησιμοποιώντας όλα τα είδη για να διανθίσουν την ποίησή τους. [10] Οι ρήτορες, αντίθετα, δεν διαθέτουν καμιά απ᾽ αυτές τις δυνατότητες· πρέπει να μεταχειρίζονται κατά τρόπο ακριβή μόνο κοινόχρηστες λέξεις και μόνο τέτοιες σκέψεις που σχετίζονται με τα πραγματικά γεγονότα. Πέραν τούτου οι ποιητές γράφουν όλα τους τα έργα με μέτρο και ρυθμό, ενώ οι ρήτορες δεν απολαμβάνουν κανένα από αυτά τα πλεονεκτήματα, τα οποία προσδίδουν τέτοια χάρη, ώστε ακόμη και αν τα έργα υστερούν ως προς το ύφος και τη σκέψη, σαγηνεύουν ωστόσο και μόνο με τους ρυθμικούς κυματισμούς και την αρμονία τους. [11] Θα μπορούσε να κατανοήσει κανείς τη δύναμή τους από το εξής γεγονός. Αν κανείς στα ποιήματα που θεωρούνται σπουδαία διατηρήσει τις λέξεις και τις ιδέες αλλά καταστρέψει το μέτρο, θα φανούν πολύ υποδεέστερα σε σχέση με τη γνώμη που έχουμε γι᾽ αυτά τώρα. Παρ᾽ όλα αυτά, έστω και αν η ποίηση πλεονεκτεί τόσο πολύ, δεν πρέπει να διστάζουμε, αλλά πρέπει να επιχειρούμε να γράφουμε πεζούς λόγους, μήπως καταστεί δυνατόν να επαινούνται μ᾽ αυτούς οι ενάρετοι άνδρες κατά τρόπο εφάμιλλο εκείνων που τους εγκωμιάζουν με άσματα και στίχους.

 

(μετάφραση Σταύρος Τσιτσιρίδης)