Difficulty index

*Δείκτης δυσκολίας. Βαλσαμάκη-Ράλλη 1979:148. Κασσωτάκης 201010:262.

Βαθμός δυσκολίας. Ingenkamp 2001:214.

Δείκτης/βαθμός δυσκολίας ερώτησης εξεταστικής δοκιμασίας. Γιοκαρίνης 1988:200-201.

Δείκτης που χρησιμοποιείται κατά την ανάλυση των ερωτημάτων ενός τεστ, με σκοπό την ανάδειξη του βαθμού δυσκολίας τους. Υπολογίζεται διαιρώντας τον αριθμό των σωστών απαντήσεων που δόθηκαν σε κάθε ερώτημα με το σύνολο των απαντήσεων. Ο Κασσωτάκης (201010:262) προτείνει τη χρήση του τύπου , όπου με Νc συμβολίζονται οι σωστές απαντήσεις και με Ν το πλήθος των απαντήσεων που δόθηκαν. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, το πηλίκο πολλαπλασιάζεται με το εκατό, με σκοπό την αναγωγή στην εκατοστιαία αναλογία, βάσει της οποίας βγαίνουν συμπεράσματα για τη δυσκολία του κάθε ερωτήματος, καθώς όσο πιο κοντά στο 100% βρίσκεται το αποτέλεσμα, τόσο πιο εύκολο ήταν το ερώτημα. Σε άλλα συγγράμματα (π.χ. Τσοπάνογλου 20102:181) αυτή η αναγωγή δε θεωρείται αναγκαία, αλλά δηλώνεται πως το αποτέλεσμα μπορεί να πάρει τιμές από 0 ως 1, τα οποία αποτελούν τα όρια του δύσκολου (0) και του εύκολου (1). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, αν το 80% των μαθητών που καταπιάστηκαν με το θέμα το έχουν λύσει σωστά, τότε το θέμα έχει βαθμό δυσκολίας 80 ή, κατ' άλλους, 0,80.

Ο δείκτης δυσκολίας αποτελεί «στοιχείο αποφασιστικής σημασίας για την πραγμάτωση των στόχων αξιολόγησης» (Γιοκαρίνης 1988:200) και χρησιμοποιείται μόνο για την αξιολόγηση των επιμέρους κλειστών ερωτήσεων στις εξεταστικές δοκιμασίες. Με αυτόν τον τρόπο, οι εκπαιδευτικοί μπορούν να σχηματίσουν μια ικανοποιητική εικόνα για το βαθμό αντιστοιχίας της δυσκολίας των ερωτημάτων με την ικανότητα και τις γνώσεις των εξετασμένων. Όταν μια ερώτηση είναι δύσκολη (και ο δείκτης είναι χαμηλότερος), διαφοροποιεί καλύτερα η ερώτηση τους μαθητές που γνωρίζουν καλά το αντικείμενο το οποίο εξετάζεται από αυτούς που δεν το γνωρίζουν τόσο καλά (Robinson Kurpius & Stafford 2006:113). Παρ' όλα αυτά, «αν επιδιώκουμε να διαφοροποιήσουμε τους μαθητές με πολύ χαμηλή μαθησιακή επίδοση, το τεστ πρέπει να είναι εύκολο, ενώ αν θέλουμε να ανιχνεύσουμε τους μαθητές που έχουν την πιο μεγάλη επιτυχία πρέπει το τεστ να είναι δύσκολο» (Ingenkamp 2001:215). Δηλαδή στοχεύουμε στην κατανομή του βαθμού δυσκολίας, ώστε να επιτύχουμε και κατανομή στο αποτέλεσμα. Ιδανική περίπτωση είναι ο μέσος βαθμός δυσκολίας των ερωτημάτων να είναι του επιπέδου 50%, αλλά όλα τα ερωτήματα να μην έχουν τον ίδιο βαθμό δυσκολίας.

Τέλος, κατά την τοποθέτηση των ερωτημάτων μέσα στο τεστ πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η σειρά των ερωτήσεων. Συγκεκριμένα, είναι καλύτερο να κατανέμονται οι ερωτήσεις από τις πιο εύκολες στις πιο δύσκολες, με σκοπό να μην αποθαρρύνεται ο εξεταζόμενος.

Βιβλιογραφία

  • Βαλσαμάκη-Ράλλη Η. (1979). Εξέταση και βαθμολογία του μαθητή. Αθήνα: Horizon.
  • Γιοκαρίνης Ν. Κ. (1988). Η Τεχνική των Ερωτήσεων. Δράμα.
  • Κασσωτάκης Μ. (2010). Η αξιολόγηση της επίδοσης των μαθητών. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.
  • Τσοπάνογλου Α. (20102). Μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας και εφαρμογές της στην αξιολόγηση της γλωσσικής κατάρτιση. Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ζήτη.


  • Ingenkamp K. (2001). Εγχειρίδιο Παιδαγωγικής Διαγνωστικής (μτφρ. Λ. Κουτσούκης). Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.
  • Mehrens W., Lehmann I. (1991). Measurement and evaluation in education and psychology. Belmont: Wadswort.
  • Robinson Kurpius E. S., Stafford E. M. (2006). Testing and Measurement. A User-Friendly Guide. USA: Sage Publications.
  • Wauters K., Desmet P., Noortgate W. (2012). Item difficulty estimation: An auspicious collaboration between data and judgment [on line]. Available: http://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0360131511003058 [10/03/13].