Diagnostic test(ing)/assessment

Αρχική αξιολόγηση. Ταρατόρη-Τσαλκατίδου 2009:64.

Διαγνωστικά τεστ. Κωνσταντίνου 2002:41.

*Διαγνωστική αξιολόγηση. Γεωργούσης 1999:110. Δημητρόπουλος 20057:28. Ξωχέλλης 2007:55.

Προκαταρκτική αξιολόγηση. Ταρατόρη-Τσαλκατίδου 2009:64.

Η διαγνωστική αξιολόγηση εφαρμόζεται κυρίως στην αρχή της μαθησιακής διαδικασίας, αλλά και κατά τη διάρκειά της, και αποσκοπεί στον προσδιορισμό του επιπέδου των γνώσεων και των εμπειριών, των ενδιαφερόντων και των πιθανών προβλημάτων των μαθητών. Στόχος της είναι αφενός να διαγνώσει το προϋπάρχον γνωστικό επίπεδο και αφετέρου να προσδιορίσει τα αίτια που επιδρούν ανασταλτικά στη μάθηση, ώστε να σχηματοποιηθούν τα μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης των μαθησιακών προβλημάτων. Μπορεί ακόμη να προσδιορίσει αν ο μαθητής είναι ικανός να παρακολουθήσει ένα μάθημα ή αν έχει ήδη κατακτήσει κάποιους από τους στόχους που επιδιώκει η διδασκαλία. Λόγω αυτής της επιδίωξης, πολύ συχνά η διαγνωστική λειτουργεί και ως κατατακτήρια εξέταση (Davies et al. 1999:43, Bachman 1990:60, Brown 2004:46).

Καθίσταται, λοιπόν, φανερό ότι η διαγνωστική αξιολόγηση, η οποία είναι καθαρά διερευνητική, δεν περιλαμβάνει βαθμολόγηση, αλλά βοηθά τον εκπαιδευτικό να διαμορφώσει άποψη για το επίπεδο κάθε μαθητή και της τάξης ως συνόλου, ώστε να σχεδιάσει ή να τροποποιήσει το πρόγραμμα.

Υπάρχουν διαγνωστικά τεστ που ανιχνεύουν επιμέρους ικανότητες, όπως τη συγκράτηση πληροφοριών στη μνήμη, την ανάκληση μιας σειράς συμβόλων, τη διάκριση εικόνων από το φόντο τους, την έκφραση σχέσεων, το συντονισμό των κινήσεων του ματιού και των χεριών, την προφορική περιγραφή αντικειμένων, το συνδυασμό ήχων για το σχηματισμό λέξεων, την αναγνώριση λεπτομερειών μιας εικόνας και πολλές άλλες ικανότητες που είναι απαραίτητες στη μάθηση.

Αρκετά συχνά χρησιμοποιούνται ως διαγνωστικά τα τεστ επίδοσης ή τα τεστ γλωσσικής επάρκειας (Davies et al. 1999:43). H διαφορά ανάμεσα στα διαγνωστικά και τα άλλα δύο είδη είναι ότι τα πρώτα έχουν στόχο να συλλέξουν πληροφορίες σχετικά με το τι θα πρέπει να διδαχτούν οι μαθητές, ενώ τα άλλα δύο εξετάζουν αυτά που θα έπρεπε να έχουν ήδη διδαχτεί και κατακτηθεί από τους μαθητές (Brown 2004:47).

Κατά τη διάρκεια των μαθημάτων, η διαγνωστική αξιολόγηση εφαρμόζεται για να προσδιορίσει τις αιτίες εξαιτίας των οποίων οι μαθητές αντιμετωπίζουν δυσκολίες ή προβλήματα στη μάθηση. Μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί ότι έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τη διαμορφωτική αξιολόγηση, εφόσον και οι δύο χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας. Ωστόσο, η πρώτη είναι πιο γενική και εφαρμόζεται μόνο αν η δεύτερη δεν απαντά στα ερωτήματα σχετικά με τις δυσκολίες των μαθητών (Γεωργούσης 1999:110-111).

Βιβλιογραφία

  • Γεωργούσης Π. (1999). Η Μέτρηση και η Αξιολόγηση της Επίδοσης των Μαθητών. Αθήνα.
  • Δημητρόπουλος Ε. (20057). Η εκπαιδευτική αξιολόγηση: Η αξιολόγηση του μαθητή. Μέρος Δεύτερο. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.
  • Κωνσταντίνου Χ. (2002). Η αξιολόγηση της επίδοσης του μαθητή σύμφωνα με το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών. Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων, 7: 37-51. Πρόσβαση [on line]: http://www.pi-schools.gr/download/publications/epitheorisi/teyxos7/epitheor_7.pdf [11/11/10].
  • Ξωχέλλης Π. (επιμ.) (2007). Λεξικό της Παιδαγωγικής. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.
  • Ταρατόρη-Τσαλκατίδου Ε. (2009). Σχολική αξιολόγηση: Αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού και της επίδοσης του μαθητή. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.


  • Bachman L. F. (1990). Fundamental Considerations in Language Testing. Oxford: Oxford University Press.
  • Brown D. H. (2004). Language Assessment: Principles and Classroom Practices. New York: Pearson Education, Inc.
  • Davies A., Brown A., Elder C., Hill K., Lumley T., McNamara T. (1999). Dictionary of Language Testing. Cambridge: University of Cambridge Local Examinations Syndicate.