Concurrent validity

Εγκυρότητα που προκύπτει από τη σύμπτωση αποτελεσμάτων. Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς 2008:209.

Εγκυρότητα σύμπτωσης. Τσιμπούκης 1979:95.

Συμπίπτουσα εγκυρότητα. Ζαβλανός 2003:320-321.

Σύμφωνη εγκυρότητα. Καμπίτσης 1990:27.

*Συντρέχουσα εγκυρότητα. Ραφτόπουλος & Θεοδοσοπούλου 2002:577-578. Τσοπάνογλου 2010:33.

Συνυπάρχουσα εγκυρότητα. Τσοπάνογλου 2010:33.

Ταυτόχρονο κύρος. Δημητρόπουλος 20057:259.

Βλέπε και το λήμμα agreement validity.

 

Η συντρέχουσα εγκυρότητα αποτελεί τη μία από τις δύο βασικές υποκατηγορίες της εγκυρότητας στη βάση κριτηρίων (criterion-related validity).

Ένα όργανο μέτρησης και η διαδικασία χρήσης του διαθέτουν συντρέχουσα εγκυρότητα, όταν τα αποτελέσματα συσχετίζονται θετικά με τα αποτελέσματα άλλου οργάνου ή άλλης παρόμοιας διαδικασίας που έχουν υλοποιηθεί βάσει των ίδιων προδιαγραφών, αλλά όχι απαραίτητα κατά την ίδια χρονική στιγμή (Brown 2004:24, Hughes 2003:27, Weir 2005:36, Δημητρόπουλος 20057:259).

Στην περίπτωση της εκπαιδευτικής αξιολόγησης, τα αποτελέσματα μιας δοκιμασίας μπορούν να συσχετιστούν με τα αποτελέσματα επίδοσης που προέκυψαν με χρήση μιας σταθμισμένης παλιότερης ή μεγαλύτερης σε έκταση δοκιμασίας (Davies et al. 1999:30, Bachman 1990:248). Το πρόβλημα που προκύπτει στην προσπάθεια συσχετισμού των αποτελεσμάτων αφορά την έμφαση που πρέπει να δοθεί στην προϋπάρχουσα δοκιμασία και το αν πράγματι αυτή διαθέτει την απαιτούμενη εγκυρότητα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, τα αποτελέσματα που προκύπτουν από το συσχετισμό μιας γνωστής δοκιμασίας με μια νέα είναι επιθυμητό να υφίστανται στατιστική επεξεργασία και να χρησιμοποιούνται με πολλή προσοχή (Alderson et al. 1995:178).

Είναι σημαντικό να μη συγχέεται η εγκυρότητα πρόγνωσης με αυτήν που εξετάζεται εδώ. Στην εγκυρότητα πρόγνωσης δεν υπάρχει το κριτήριο σύγκρισης κατά τη δημιουργία της δοκιμασίας, ενώ στη συντρέχουσα εγκυρότητα υπάρχει ένα «υποκατάστατο» κριτήριο (Δημητρόπουλος 20057:259, 260). Η λειτουργική, επίσης, διαφορά μεταξύ τους είναι ότι η συντρέχουσα χρησιμοποιείται ως μέσο διάγνωσης της υφιστάμενης κατάστασης, ενώ η προγνωστική αποσκοπεί στην πρόβλεψη αποτελεσμάτων (Anastasi & Urbina 19977:119, Τσιμπούκης 1979:95).

Βιβλιογραφία

  • Δημητρόπουλος Ε. (20057). Η εκπαιδευτική αξιολόγηση: Η αξιολόγηση του μαθητή. Μέρος Δεύτερο. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.
  • Ζαβλανός Μ. (2003). Διδακτική και αξιολόγηση. Αθήνα: Εκδ. Σταμούλης.
  • Καμπίτσης Χ. Ν. (1990). Αθλητικές μετρήσεις: Δέσμες αξιολόγησης φυσικής κατάστα­σης.Τεχνικά τεστ - τεστ αξιολόγησης φυσικών ικανοτήτων. Θεσσαλονίκη: Εκδ. SALTO.
  • Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις γλώσσες (2008). Μτφρ. του Common European Framework of Reference από τους Σ. Ευσταθιάδη, Α. Τσαγγαλίδη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Πρόσβαση [on line]: http://www.komvos.edu.gr [12/02/09].
  • Ραφτόπουλος Β., Θεοδοσοπούλου Θ. (2002). Μεθοδολογία στάθμισης μιας κλίμακας. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 19, 577-589.
  • Τσιμπούκης Ι. Κ. (1979). Η Μέτρηση και η Αξιολόγηση στις Επιστήμες της Αγωγής: Βασικές έννοιες. Τ. Α'.Αθήνα: Ορόσημο.

  • Τσοπάνογλου Α. (2010). Η εγκυρότητα και ο έλεγχός της στην πιστοποίηση της γλωσσομά­θειας. Πρόσβαση [on line]: http://rcel.enl.uoa.gr/periodical/research2.htm [15/12/11].

  • Alderson J. C., Clapham C., Wall D. (1995). Language Test Construction and Evaluation. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Anastasi A., Urbina S. (19977). Psychological testing. New Jersey: PrenticeHall.

  • Bachman L. F. (1990). Fundamental Considerations in Language Testing. Oxford: Oxford University Press.
  • Brown D. H. (2004). Language Assessment: Principles and Classroom Practices. New York: Pearson Education, Inc.
  • Davies A., Brown A., Elder C., Hill K., Lumley T., McNamara T. (1999). Dictionary of Language Testing. Cambridge: University of Cambridge Local Examinations Syndicate.
  • Hughes A (2003). Testing for Language Teachers. Cambridge: Cambridge University Press.

  • Weir C. J. (2005). Language Testing and Validation: An evidence-based Approach. Great Britain: Palgrave Macmillan.