Communicative competence

*Επικοινωνιακή ικανότητα. Αντωνοπούλου 2000:118. Γκαραβέλας 2011:159. Στάμου & Παρασκευόπουλος 2006:46. Τσιπλάκου κ.ά. 2006:581. Φτερνιάτη 2008:1, 2, 5. Χατζηδήμου 2011:199-200.

Επικοινωνιακή δεξιότητα. Τσοπάνογλου 1985:15-19.

Ο όρος αυτός αναφέρεται στην «ικανότητα που έχουν οι ομιλητές όχι μόνο να παράγουν και να κατανοούν γραμματικά ορθές προτάσεις, αλλά και να γνωρίζουν τις κοινωνικές συνθήκες της χρήσης αυτών των προτάσεων σε μια συγκεκριμένη περίσταση» (Πύλη για την ελληνική γλώσσα). Η έννοια της επικοινωνιακής δεξιότητας συναντάται πολλές φορές και με διαφορετικούς όρους τόσο στην ξενόγλωσση όσο και στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία. Εκτός από τον όρο «communicative competence», ο οποίος είναι και ο πιο συχνός, αναφέρεται και ως «communicative potential», «operational language proficiency», ή «communicative ability». Αλλά και σε ελληνικά συγγράμματα, ο όρος «competence» έχει αποδοθεί στο απώτερο παρελθόν, πέραν των παραπάνω, με τις λέξεις «επιδεξιότητα», «γνώση» και «αρμοδιότητα».

Ο όρος προτάθηκε από τον Hymes στις αρχές τις δεκαετίας του 1970 με σκοπό να στηρίξει την άποψη πως η ικανότητα κάποιου να επικοινωνεί περιλαμβάνει περισσότερους παράγοντες από αυτούς που είχε περιγράψει ο Chomsky (Douglas 2000:26). Η επικοινωνιακή ικανότητα εξεταζόταν αρχικά (δεκαετίες '70 και '80) ως αντιθετικό ζευγάρι με τη γλωσσική ικανότητα. Η γλωσσική ικανότητα αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι επαρκή, προϋπόθεση για την επικοινωνιακή δεξιότητα, καθώς, για να επιτευχθεί μια επιτυχής επικοινωνία, θα πρέπει κάποιος, όχι μόνο να διαθέτει γλωσσική δεξιότητα, αλλά και την ικανότητα να την εφαρμόζει σωστά σε κάθε περίσταση.

Αυτό υποστηρίζει και η Τοκατλίδου, σύμφωνα με την οποία (1994:91), η επικοινωνιακή δεξιότητα έχει μια γλωσσική διάσταση, αλλά και μια εξωγλωσσική. Όσον αφορά τη γλωσσική της διάσταση, αυτή έχει να κάνει με την «κανονική» χρήση του γλωσσικού τύπου. «Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί για την κατάκτηση της επικοινωνιακής δεξιότητας, για την οποία απαιτείται και η ικανότητα επιλογής του κατάλληλου τύπου για τη συγκεκριμένη περίσταση της επικοινωνίας. Με άλλα λόγια, δεν αρκεί η γνώση των γλωσσικών τύπων, αλλά η σωστή εφαρμογή τους με σκοπό την επικοινωνία».

Με τη συμβολή και άλλων ειδικών, στις επόμενες δεκαετίες, έχουν προσδιοριστεί οι εξής συνιστώσες της ικανότητας επικοινωνίας με χρήση φυσικής γλώσσας: (1) η γραμματική ικανότητα (grammatical competence), (2) η κοινωνιογλωσσική ικανότητα (sociolinguistic competence), (3) η στρατηγική ικανότητα (strategic competence) και (4) η συνομιλιακή ικανότητα (discourse competence) (Omaggio 1986:7). Τέλος, αρκετά πιο πρόσφατα, το 1997, ο Byram πρόσθεσε και τη διαπολιτισμική επικοινωνιακή ικανότητα (intercultural communicative competence).

Πιο αναλυτικά, η γραμματική ικανότητα αναφέρεται στο βαθμό κατοχής του γλωσσικού κώδικα, που περιλαμβάνει το λεξιλόγιο, τους κανόνες προφοράς, ορθογραφίας, σχηματισμού λέξεων και δομής των προτάσεων (Omaggio 1986:7). Η κοινωνιογλωσσική ικανότητα αναφέρεται στη γνώση και στην κατανόηση του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο εξελίσσεται η επικοινωνία, καθώς επίσης και των σχέσεων μεταξύ των συμμετεχόντων, των πληροφοριών που αυτοί μοιράζονται και το σκοπό της επικοινωνίας τους (Richards & Rodgers 2001:160). Η στρατηγική ικανότητα σχετίζεται με τις στρατηγικές, λεκτικές και μη, που κάνουν δυνατή την έναρξη, τη λήξη, τη διατήρηση, τη διόρθωση και την ανακατεύθυνση μιας συζήτησης. Η συνομιλιακή ικανότητα περιλαμβάνει το συνδυασμό ιδεών με στόχο την επίτευξη συνοχής στη μορφή και συνεκτικότητας στη σκέψη (Omaggio 1986:7). Τέλος, η διαπολιτισμική επικοινωνιακή ικανότητα περιλαμβάνει την ικανότητα κατανόησης της γλώσσας και της συμπεριφοράς της κοινότητας όπου εντάσσεται η ξένη γλώσσα. Με άλλα λόγια, μια διαπολιτισμική προσέγγιση εκπαιδεύει τους μαθητές να γνωρίσουν, να κατανοήσουν και να αποδεχτούν διαφορετικούς πολιτισμούς (Corbett 2003:2).

Βιβλιογραφία

  • Αντωνοπούλου Ν. (2000). Εφαρμογή της επικοινωνιακής προσέγγισης στη διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας ως ξένης-δεύτερης γλώσσας. Διδακτορική διατριβή. Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
  • Γκαραβέλας Κ. (2011). Η συμβολή των παιχνιδιών ρόλων στην επικοινωνιακή ικανότητα των μαθητών μιας ξένης γλώσσας. Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων, 17. Αθήνα: Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, 155-169.
  • Στάμου Α., Παρασκευόπουλος Σ. (2006). Η γλώσσα των περιβαλλοντικών κειμένων: Η κριτική επίγνωση της γλώσσας στην Περιβαλλοντική Εκπαίδευση. Κριτική, Επιστήμη & Εκπαίδευση, 4: 45-55.
  • Τοκατλίδου Β. (1994). Εισαγωγή στη Διδακτική των Ζωντανών Γλωσσών. Αθήνα: Εκδ. Οδυσσέας.
  • Τσιπλάκου Σ., Χατζηιωάννου Ξ., Κωνσταντίνου Κ. (2006). Δέκα μύθοι για την επικοινωνιακή προσέγγιση ή 'Κύριε, ελληνικά πότε εν να κάμουμε;' Στο Ε. Φτιάκα, Α. Γαγάτσης, Ι. Hλία, Μ. Μοδέστου (επιμ.), Πρακτικά του IX Συνεδρίου της Κυπριακής Παιδαγωγικής Εταιρείας. Λευκωσία: Παιδαγωγική Εταιρεία Κύπρου & Πανεπιστήμιο Κύπρου, 581-590.
  • Τσοπάνογλου Α. (1985). Η 'επικοινωνιακή προσέγγιση' και το ιστορικό υιοθέτησής της στην Ελλάδα. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.
  • Φτερνιάτη Α. (2008). Τα νέα βιβλία για το μάθημα της Νεοελληνικής γλώσσας του Δημοτικού Σχολείου: Αρχές και μεθοδολογικά χαρακτηριστικά. Το παράδειγμα των μεγάλων τάξεων (Ε' και ΣΤ'). Νέα Παιδεία, 126: 51-68.
  • Χατζηδήμου Δ. Κ. (2011). Απόψεις και πρακτικές νηπιαγωγών για την καλλιέργεια της προφορικής επικοινωνίας, της ανάγνωσης και της γραφής: η περίπτωση του Νομού Καβάλας. Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων, 17. Αθήνα: Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, 199-228.


  • Corbett J. (2003). An Intercultural Approach to English Language Teaching. Clevedon: Multilingual Matters.
  • Douglas D. (2000). Assessing Language for Specific Purposes. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Omaggio A. C. (1986). Teaching language in context. Boston: Heinle & Heinle Publishers.
  • Richards J. C., Rodgers T. S. (2001). Approaches and Methods in Language Teaching. Cambridge: Cambridge University Press.