Cloze (test item/test)

Ασκήσεις συμπλήρωσης. Ingenkamp 2001:151.

Άσκηση συμπλήρωσης κενών. Κολιάδης 2002:153.

*Ερωτήσεις συμπλήρωσης κενού. Δεληγιάννη & Αναγνώστου 2005:73. Ταρατόρη-Τσαλκαλίδου 2009:83.

Τεστ συμπλήρωσης κενού. Ταρατόρη-Τσαλκαλίδου 2009:14.

Στα γλωσσικά μαθήματα και στην πιστοποίηση της γλωσσομάθειας, οι ερωτήσεις συμπλήρωσης κενού αποτελούν ένα πεζό κείμενο από το οποίο έχουν αφαιρεθεί ορισμένες λέξεις και έχουν αντικατασταθεί με κενά (Aitken 1977:59). Οι εξεταζόμενοι καλούνται να διαβάσουν το συγκεκριμένο κείμενο και να προσπαθήσουν να βρουν τις λέξεις που έχουν παραλειφθεί, συνάγοντάς τες από τα συμφραζόμενα. Όπως είναι φανερό, αυτού του είδους οι ερωτήσεις αποτελούν υποκατηγορία των κλειστών ερωτήσεων.

Παλιότερα, η διαγραφή των λέξεων από ένα επιλεγμένο κείμενο γινόταν με συστηματικό τρόπο: αφαιρούσαν, για παράδειγμα, κάθε ένατη λέξη (Heaton 1975:122). Μία ή δύο προτάσεις στην αρχή και στο τέλος του κειμένου αφήνονταν ανεπηρέαστες, έτσι ώστε να παρέχεται μια υποστήριξη στους υποψηφίους από τα συμφραζόμενα του κειμένου (Alderson & Bachman 2000:207). Τα τελευταία χρόνια, η αφαίρεση λέξεων γίνεται με άλλο κριτήριο επιλογής, που δεν είναι τυχαίο: για παράδειγμα, αφαιρούνται μόνο «γραμματικές» λέξεις ή λέξεις που ανήκουν στο ίδιο σημασιολογικό μικροσύστημα (π.χ. ονόματα φρούτων και λαχανικών, λέξεις που αναφέρονται σε μέσα μετακίνησης, κτλ.).

Οι ερωτήσεις, και συνεπώς τα τεστ, συμπλήρωσης κενού αποτελούν ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για την αξιολόγηση της συνολικότερης γλωσσικής ικανότητας των μαθητών, αφού έχουν σχεδόν όλα τα πλεονεκτήματα των κλειστών ερωτήσεων, χωρίς να παρουσιάζουν το βασικότερο μειονέκτημά τους, που είναι η πιθανή εύρεση της σωστής απάντησης από τύχη.

Η βαθμολόγηση των ερωτήσεων συμπλήρωσης κενού θεωρείται σχετικά απλή. Οι τρόποι που χρησιμοποιούνται είναι δύο (Baker 1989: 74). Σύμφωνα με τον πρώτο, σωστή θεωρείται μόνο η απάντηση που περιέχει τη λέξη που είχε αρχικά παραλειφθεί. Σύμφωνα με το δεύτερο τρόπο, σωστές θεωρούνται οι απαντήσεις οι οποίες, αν και δεν είναι οι αυθεντικές, αντιστοιχούν στα κενά, καθώς είναι σωστές από γραμματικής και νοηματικής άποψης. Σε περιπτώσεις όπου υιοθετείται ο δεύτερος τρόπος βαθμολόγησης, είναι απαραίτητο οι αξιολογητές να εκτιμούν και να αποφαίνονται ποιες απαντήσεις θεωρούνται γενικά αποδεκτές, όπως επίσης είναι σημαντικό να δίνεται το τεστ συμπλήρωσης σε φυσικούς ομιλητές της γλώσσας, οι οποίοι μπορούν να δώσουν μια λίστα πιθανών απαντήσεων που να ταιριάζουν στα κενά προς εξέταση (Baker 1989:74). Τέλος, τα ορθογραφικά λάθη δε βαθμολογούνται αρνητικά, εφόσον η λέξη που απαιτείται στο κενό είναι αναγνωρίσιμη και γραμματικά σωστή (Aitken 1977:61). Για παράδειγμα, ένα σωστό ρήμα σε λανθασμένο χρόνο δεν αξιολογείται ως σωστή απάντηση.

Βιβλιογραφία

  • Δεληγιάννη Α., Αναγνώστου Β. (2005). Αξιολόγηση των Μαθητών και Προγραμματισμός της Διδακτικής Πράξης στην Ελληνόγλωσση Εκπαίδευση των Αγγλόφωνων Χωρών. Αθήνα: Minibook.
  • Κολιάδης Ε. (2002). Μέτρηση και αξιολόγηση της επίδοσης για τη δια­σφά­λιση της επιτυχίας: (Πρόγραμμα Qual-Impact). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
  • Ταρατόρη-Τσαλκατίδου Ε. (2009). Σχολική αξιολόγηση: Αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού και της επίδοσης του μαθητή. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.


  • Aitken K. G. (1977). Using Cloze Procedure as an Overall Language Proficiency Test. TESOL Quarterly, 11/1: 59-6.
  • Baker D. (1989). Language Testing. A Critical Survey and Practical Guide. London: Edward Arnold.
  • Heaton B. J. (1975). Writing English Language Tests. Harlow: Longman.
  • Ingenkamp K. (2001). Εγχειρίδιο Παιδαγωγικής Διαγνωστικής (μτφρ. Λ. Κουτσούκης). Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.