Split-half reliability (control)

Αξιοπιστία διά της διαίρεσης του τεστ σε δύο ισοδύναμα μέρη. Κασσωτάκης 200110:226.

Αξιοπιστία διά της διχοτόμησης της εξέτασης. Μάνος 1976:45-46.

*Αξιοπιστία διά της διχοτόμησης. Ingenkamp 2001:71.

Αξιοπιστία διά της μεθόδου διχοτόμησης των δοκιμίων. Χατζηνεοφύτου 2006:4.

Αξιοπιστία των ημίκλαστων ή ημίσεων. Γκιόσος 2008:32, 36.

Ισοδυναμία ημίσεων. Δημητρόπουλος 20012:218.

Μέθοδος της διχοτόμησης της εξέτασης. Γεωργούσης 1999:288. Verma & Mallick 2004:263.

Τεχνική των ημιμορίων. Τσοπάνογλου 20102:165.

Η αξιοπιστία διά της διχοτόμησης της εξέτασης ανήκει στην ίδια ομάδα μεθόδων εκτίμησης της αξιοπιστίας ενός τεστ με την αξιοπιστία παράλληλων/εναλλακτικών/ισοδύναμων μορφών (parallel forms reliability) και την αξιοπιστία εξέτασης-επανεξέτασης (test-retest reliability). Πρόκειται για την εξαγωγή δύο αποτελεσμάτων, που προκύπτουν από τα δύο μισά του ιδίου τεστ, στη συνέχεια συσχετίζονται και αυτός ο συσχετισμός αποτελεί το συντελεστή αξιοπιστίας της εξέτασης (Μάνος 1976:46, Fulcher & Davidson 2007:105).

Η μέθοδος της διαίρεσης της εξέτασης έχει τη βάση της στην έννοια της «αξιοπιστίας εσωτερικής συνέπειας» (internal consistency reliability or inter-item consistency), και γι' αυτό το λόγο ο συντελεστής αξιοπιστίας διά της διχοτόμησης της εξέτασης αναφέρεται συχνά στην βιβλιογραφία και ως «συντελεστής εσωτερικής συνέπειας» (coefficient of internal consistency) (Γεωργούσης 1999:289, Davies et al. 1999:184). Πιο συγκεκριμένα, η μέτρηση εσωτερικής συνέπειας επικεντρώνεται στη συνοχή που οφείλουν να έχουν τα διάφορα μέρη ενός τεστ μεταξύ τους, δηλαδή στην ομοιογένεια των ασκήσεων και στην ομοιογένεια της απόδοσης των εξεταζόμενων (Bachman 1990:172). Εξετάζει και αναγνωρίζει, συνεπώς, πηγές λαθών που προκύπτουν από το ίδιο το τεστ.

Επειδή ακριβώς η μέθοδος ή τεχνική υλοποιείται με τη διεξαγωγή μίας μόνο εξέτασης, θεωρείται κατάλληλη σε περιπτώσεις στις οποίες είναι αδύνατη ή ανεπιθύμητη είτε η διαδοχική διεξαγωγή εξέτασης με το ίδιο όργανο, είτε η χρήση των ισοδύναμων μορφών οργάνου. Η μέθοδος που εξετάζεται εδώ ενδείκνυται για τεστ μεγάλου μήκους και αριθμού ασκήσεων.

Κατά την εφαρμογή αυτής της μεθόδου ελέγχου, οι εξεταζόμενοι συμμετέχουν στην εξέταση με το συνήθη τρόπο, συμπληρώνοντας τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα. Στη συνέχεια, εξάγεται το αποτέλεσμα (επίδοση) που προκύπτει από το μισό τεστ (για παράδειγμα, στα ερωτήματα με μονό αριθμό) και το αποτέλεσμα που προκύπτει από το άλλο μισό (ερωτήματα με ζυγό αριθμό). Η συσχέτιση των δύο αποτελεσμάτων δίνει το συντελεστή αξιοπιστίας (Alderson et al. 1995:88, Bachman 1990:172). Όσο μεγαλύτερη σχέση έχουν τα αποτελέσματα επίδοσης στα δύο μέρη για κάθε εξεταζόμενο, τόσο πιο αξιόπιστο θεωρείται το τεστ.

Ένας άλλος τρόπος διαίρεσης του τεστ σε δύο μέρη είναι, εφόσον ο αριθμός των ερωτήσεων του τεστ είναι ζυγός, να διαιρεθεί το τεστ στο πρώτο και το δεύτερο μισό, ακολουθώντας την ήδη υπάρχουσα σειρά των ερωτημάτων. Για να είναι αξιόπιστος αυτός ο διαχωρισμός, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ομοιογένεια του τεστ τόσο ως προς το επίπεδο δυσκολίας όσο και ως προς τον τύπο δοκιμασιών, γεγονός σπάνιο, αφού τα τεστ κατασκευάζονται συνήθως με μια κλιμάκωση δυσκολίας, ξεκινώντας από τις εύκολες ερωτήσεις και προχωρώντας στις δύσκολες και περιέχουν μια ποικιλία τύπων δοκιμασιών.

Όποια από τις δύο παραπάνω τεχνικές και αν υιοθετηθεί για τη διαίρεση του τεστ σε δύο ίσα μέρη, το θέμα της ανεξαρτησίας των ερωτήσεων, δηλαδή ο βαθμός στον οποίο το τεστ περιλαμβάνει ερωτήσεις ανεξάρτητες τη μία από την άλλη, δημιουργεί προβληματισμό. Αυτό σπάνια συμβαίνει, αφού, για παράδειγμα, οι ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής για έλεγχο της κατανόησης ενός κειμένου είναι συνήθως νοηματικά αλληλένδετες, και η σωστή απάντηση της δεύτερης ενίοτε προϋποθέτει σωστή απάντηση της πρώτης ερώτησης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αυτός ο τρόπος ελέγχου της αξιοπιστίας είναι ακατάλληλος (Bachman1990:174, Weir 2005:29).

Βιβλιογραφία

  • Γεωργούσης Π. (1999). Η Μέτρηση και η Αξιολόγηση της Επίδοσης των Μαθητών. Αθήνα.

  • Γκιόσος Ι. (2008) Ανάπτυξη κλιμάκων μέτρησης στην εκπαιδευτική έρευνα: Οι έννοιες της εγκυρότητας και αξιοπιστίας. Πρόσβαση [on line]: http://www.odl.gr [19/06/09].

  • Δημητρόπουλος Ε. (20012). Εκπαιδευτική Αξιολόγηση. Η Αξιολόγηση του Μαθητή. Θεωρία-Πράξη-Προβλήματα. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.

  • Κασσωτάκης Μ. (200110). Η Αξιολόγηση της επιδόσεως των μαθητών: Μέσα, Μέθοδοι, προ­βλή­ματα, προοπτικές. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.

  • Μάνος Γ. Κ. (1976). Μέθοδοι Αξιολογήσεως της Επιδόσεως των Μαθητών. Αθήνα.

  • Τσοπάνογλου Α. (20102). Μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας και εφαρμογές της στην αξιολόγηση της γλωσσικής κατάρτιση. Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ζήτη.

  • Χατζηνεοφύτου Μ. (2006). Αξιοπιστία - Εγκυρότητα. Πρόσβαση [on line]: http://www.geocities.com/mik_bad/aksiopistia_egkirothta.pdf [30/06/09].


  • Alderson J. C., Clapham C., Wall D. (1995). Language Test Construction and Evaluation. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Bachman L. F. (1990). Fundamental Considerations in Language Testing. Oxford: Oxford University Press.
  • Davies A., Brown A., Elder C., Hill K., Lumley T., McNamara T. (1999). Dictionary of Language Testing. Cambridge: University of Cambridge Local Examinations Syndicate.
  • Fulcher G., Davidson F. (2007). Language Testing and Assessment – An Advanced Resource Book. Oxon: Routledge.
  • Ingenkamp K. (2001). Εγχειρίδιο Παιδαγωγικής Διαγνωστικής (μτφρ. Λ. Κουτσούκης). Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.
  • Verma G., Mallick K. (2004). Εκπαιδευτική έρευνα. Αθήνα: Γιώργος Δαρδανός - Τυπωθήτω.
  • Weir C. J. (2005). Language Testing and Validation: An evidence-based Approach. Great Britain: Palgrave Macmillan.