Pilot test

*Δοκιμαστικό τεστ.

Πιλοτική δοκιμή. Συμεωνίδου 2009:93.

Το δοκιμαστικό τεστ είναι ένα τεστ που δε χρησιμοποιείται για τη συλλογή δεδομένων, αλλά για τον προέλεγχο ενός οργάνου μέτρησης (στην περίπτωση της εκπαιδευτικής αξιολόγησης, ενός τεστ). Ο προέλεγχος και το πιλοτικό τεστ αναφέρονται σε μια κοινή διαδικασία με κοινούς στόχους και γι' αυτό το λόγο ο ένας περικλείει τον άλλο. Κατά την άποψη ορισμένων επιστημόνων, όμως, το πιλοτικό τεστ αποτελεί το αρχικό, λιγότερο επίσημο στάδιο του προελέγχου (Alderson et al. 1995:293).

Το δοκιμαστικό τεστ είναι ένα κρίσιμο στάδιο κατά το οποίο καταπολεμούνται διάφορα λάθη του ίδιου του οργάνου, ενώ ο προέλεγχος επιτρέπει, επιπλέον, στους δημιουργούς του τεστ να ελέγξουν αν η μέθοδος συλλογής στοιχείων και οι συνθήκες διεξαγωγής της εξέτασης είναι κατάλληλες. Τα αντικείμενα που δεν προσφέρουν χρήσιμα δεδομένα παραλείπονται, και οι ερωτήσεις βελτιώνονται ώστε να αποδίδουν τις απαιτούμενες πληροφορίες (Weir & Roberts 1994:158).

Αρχικά, το δοκιμαστικό τεστ δίνεται σε φίλους ή συναδέλφους του δημιουργού, από τους οποίους δύο τουλάχιστον είναι φυσικοί ομιλητές της γλώσσας την οποία εξετάζει το τεστ, ώστε να διαπιστωθεί αν οι οδηγίες είναι ξεκάθαρες, η γλώσσα αποδεκτή και οι λύσεις ορθές. Έπειτα, εφόσον γίνουν όλες οι απαιτούμενες αλλαγές, η ίδια διαδικασία ακολουθείται και με μια ομάδα μαθητών που έχουν το ίδιο υπόβαθρο και επίπεδο γνώσεων με τους υποψηφίους που θα συμμετάσχουν στην τελική εξέταση. Ο αριθμός των ατόμων, στο στάδιο αυτό, συνήθως δεν ξεπερνάει τους είκοσι. Τα αποτελέσματα που προκύπτουν προσφέρουν χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την ευκολία διαχείρισης του τεστ, το χρόνο που χρειάζονται οι υποψήφιοι και τη σαφήνεια των εκφωνήσεων (Alderson et al. 1995:75).

Εφόσον ολοκληρωθεί το δοκιμαστικό τεστ, συνεχίζεται ο προέλεγχος, αυτή τη φορά με μεγαλύτερο αριθμό δοκιμαστών. Συνεπώς, το τελικό στάδιο του προέλεγχου είναι μια δοκιμή πεδίου στην οποία οι συμμετέχοντες, οι διαδικασίες και οι συνθήκες είναι παρόμοιες με αυτές της τελικής εξέτασης. Το σύνολο των πληροφοριών που συλλέγονται σε αυτό το επίπεδο διαφέρουν, ανάλογα με το σκοπό και την εμβέλεια του τελικού τεστ. Αν, για παράδειγμα, το τεστ προορίζεται για μια μόνο τάξη, της οποίας οι μαθητές είναι ήδη εξοικειωμένοι με παρόμοια τεστ, τότε είναι περιορισμένος ο αριθμός των στοιχείων που χρειάζεται να συλλεχθούν. Αν, όμως, πρόκειται για δοκιμασίες ευρείας κλίμακας, τότε ο προέλεγχος είναι πιο διεξοδικός και αυστηρός (Bachman & Palmer 1996:234). Σε κάθε περίπτωση, οι συμμετέχοντες πρέπει να έχουν το ίδιο υπόβαθρο με τους τελικούς υποψηφίους, διότι διαφορετικά τα αποτελέσματα θα είναι άχρηστα, αφού έρευνες έχουν δείξει πως τα τεστ αποφέρουν διαφορετικά αποτελέσματα σε διαφορετικό πληθυσμό.

Βιβλιογραφία

  • Συμεωνίδου Π. (2009). Ανταγωνιστικότητα και βιωσιμότητα αγροτουριστικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Διδακτορική διατριβή. Τομέας Αγροτικής Οικονομίας. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.


  • Alderson J. C., Clapham C., Wall D. (1995). Language Test Construction and Evaluation. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Bachman L. F., Palmer A. S. (1996). Language Testing in Practice: Designing and Developing Useful Language Tests. Oxford: Oxford University Press.
  • Weir R., Roberts J. (1994). Evaluation in ELT. Oxford: Blackwell Publishers.