Norm-referenced test(ing)/assessment/evaluation/measurement

*Αξιολόγηση βάσει νόρμας. Τσοπάνογλου 2004:66-68.

Μέτρηση με κανόνα αναφοράς. Γιοκαρίνης 1988:139-140.

Μέτρηση με κοινωνικά πρότυπα/νόρμες αναφοράς. Ingenkamp 2001:81.

Συγκριτικό Τεστ. Γεωργούσης 1999:382.

Τεστ Σύγκρισης. Γεωργούσης 1999:382.

Η αξιολόγηση βάσει νόρμας θεωρείται προηγμένος τρόπος για την προσέγγιση της ακρίβειας της αξιολόγησης σε σύγκριση με την αξιολόγηση βάσει κριτηρίων. Σε αυτό το είδος αξιολόγησης συγκρίνεται ένας μαθητής με άλλους μαθητές ή με το μέσο μαθητή. Για παράδειγμα, αν ένας μαθητής έχει απαντήσει σωστά σε σαράντα τρεις ερωτήσεις, δε σημαίνει κάτι από μόνο του, αλλά χρειάζεται να ερμηνευτεί με βάση κάποιο πρότυπο. Τα πρότυπα αυτά ονομάζονται αλλιώς και «σημεία αναφοράς», «μέτρα» ή «νόρμες» (Ingenkamp 2001:81).

Με τη χρήση σταθερών ασκήσεων ή σταθερών διαδικασιών σε γενικές εξετάσεις, διασφαλίζεται η ακρίβεια σύγκρισης στο μέγιστο βαθμό ανάμεσα σε ένα συγκεκριμένο μαθητή και άλλων μαθητών «με την ίδια ηλικία και το ίδιο επίπεδο της συγκεκριμένης τάξης» (Γιοκαρίνης 1988:140). Παρ' όλα αυτά, πολλές δοκιμασίες ευρείας κλίμακας που χρησιμοποιούν τις νόρμες αναφοράς ως πρότυπα για τη μέτρηση της επίδοσης και τον προσδιορισμό της βάσης, του βαθμού δηλαδή με τον οποίο οι εξεταζόμενοι περνούν επιτυχώς την εξέταση, δημιουργούν αίσθημα αδικίας σε όσους έτυχε να δίνουν εξετάσεις τη συγκεκριμένη περίοδο (Baker 1989:39). Επίσης, η αξιολόγηση βάσει νόρμας έχει καθοριστική επιρροή στην αυτοεκτίμηση και τα κίνητρα των μαθητών (Dudley & Swaffield 2008:108).

Για να χαρακτηριστεί η αξιολόγηση βάσει νόρμας αποτελεσματική, χρειάζεται στην εξέταση να έχει πάρει μέρος ένας μεγάλος αριθμός μαθητών. Όσο περισσότερα είναι τα άτομα που εξετάζονται ταυτόχρονα, τόσο ισχυρότερη, δηλαδή πιο αξιόπιστη και σεβαστή από όλους, είναι η νόρμα που προκύπτει.

Η αξιολόγηση βάσει νόρμας είναι χρήσιμη, κυρίως όταν χρειάζεται να γίνει επιλογή των καλύτερων μαθητών ή υποψηφίων γενικότερα, πέρα από το πλαίσιο του σχολείου, όπως για κάποια θέση εργασίας (Freeman & Lewis 2004:17).

Το κύριο μειονέκτημά της όμως είναι πως δεν παρέχει συγκεκριμένες πληροφορίες για τις ικανότητες του κάθε εξεταζομένου, αλλά αντίθετα διαφοροποιεί τους μαθητές σε καλούς και λιγότερο καλούς, θεωρώντας μόνο ένα μέρος των μαθητών (εκείνους που έχουν την υψηλότερη βαθμολογία) επιτυχημένο (Δημητρόπουλος 20012:275). Αυτό σημαίνει πως στα τεστ σύγκρισης δεν επιβραβεύονται οι μαθητές με το βαθμό που τους αξίζει σύμφωνα με τις ικανότητές τους, αλλά κατατάσσονται απλά σε επίπεδα, πάντα με γνώμονα την απόδοση όλων των υποψηφίων (Δημητρόπουλος 20012:274).

Ένα ακόμα βασικό μειονέκτημα στην αξιολόγηση βάσει νόρμας αποτελεί το γεγονός ότι οι αδύνατοι μαθητές αποθαρρύνονται, εφόσον γνωρίζουν πως είναι λιγότερο ικανοί σε σχέση με τους συμμαθητές τους και άρα σίγουρα θα αποτύχουν. Αυτό κατ' επέκταση σημαίνει πως οι λιγότερο καλοί μαθητές δεν έχουν κίνητρο να βελτιωθούν, γιατί όσες προσπάθειες και αν καταβάλουν θα βρίσκονται πάντα χαμηλότερα από τους καλούς στη βαθμολογία, και άρα θα αποτελούν μέρος του ποσοστού αποτυχίας.

Επίσης, τα αποτελέσματα της συγκριτικής βαθμολόγησης έχουν νόημα μόνο εντός της «ομάδας σύγκρισης», κάτι που σημαίνει πως δεν μπορούν να προσδιορίσουν την επίδοση των μαθητών έξω από αυτό το πλαίσιο. Έτσι, η κατάταξη ενός εξεταζόμενου στο 30% των υψηλότερων επιδόσεων μιας ομάδας δεν έχει κανένα νόημα, όταν συγκριθεί με τα αποτελέσματα μιας άλλης ομάδας σύγκρισης. Γενικά, «όσο πιο μικρή είναι η ομάδα σύγκρισης τόσο πιο μικρή είναι και η σημασία της σχετικής επίδοσης μέσα σ' αυτή» (Δημητρόπουλος 20012:275).

Βιβλιογραφία

  • Γεωργούσης Π. (1999). Η Μέτρηση και η Αξιολόγηση της Επίδοσης των Μαθητών. Αθήνα.

  • Γιοκαρίνης Ν. Κ. (1988). Η Τεχνική των Ερωτήσεων. Δράμα.

  • Δημητρόπουλος Ε. (20012). Εκπαιδευτική Αξιολόγηση. Η Αξιολόγηση του Μαθητή. Θεωρία-Πράξη-Προβλήματα. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.

  • Τσοπάνογλου Α. (2004). Εκπαιδευτική αξιολόγηση: προϋποθέσεις και τυπολογίες. Στο A-M Sougari., E. Joycey (eds.), Challenges in Teacher Education. Thessaloniki: University Studio Press, 59-72.


  • Baker D. (1989). Language Testing. A Critical Survey and Practical Guide. London: Edward Arnold. 
  • Dudley P., Swaffield S. (2008). Understanding and Using Assessment Data. In S. Swaffileld Unlocking Assessment. Understanding for Reflection and Application. London and New York: Routledge, 105-118.
  • Freeman R., Lewis R. (2004). Planning and Implementing Assessment. London: Routledge Falmer.
  • Ingenkamp K. (2001). Εγχειρίδιο Παιδαγωγικής Διαγνωστικής (μτφρ. Λ. Κουτσούκης). Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.