Item bank

*Τράπεζα ερωτημάτων. Τσομπάνογλου 2007:115.

Τράπεζες ερωτήσεων. Βαλσαμάκη-Ράλλη 1979:154-155. Κασσωτάκης 2010:171-174.

Η τράπεζα ερωτημάτων ορίζεται ως μια «βιβλιοθήκη στη διάθεση των εκπαιδευτικών που θέλουν να τη χρησιμοποιήσουν σε σχολικές εξετάσεις» (Macintosh 1974:208). Οι ερωτήσεις αποθηκεύονται στην τράπεζα είτε καθεμία μεμονωμένα είτε σε ομάδες, ως έτοιμες δοκιμασίες με περισσότερα του ενός ερωτήματα που σχετίζονται μεταξύ τους, επειδή έχουν ένα κοινό αρχικό ερέθισμα (εισιόν).

Η αξία της τράπεζας ερωτημάτων έγκειται στο γεγονός ότι προσφέρει πολύτιμο υλικό ελεγμένο και έτοιμο για εφαρμογή. Αυτό σημαίνει ότι μόνο οι «δοκιμασμένες» ερωτήσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν μέλη μιας οργανωμένης τράπεζας ερωτημάτων. Η δημιουργία μιας τέτοιας τράπεζας μπορεί να έχει πολλαπλούς στόχους, όπως τη βοήθεια στους εκπαιδευτικούς κατά την εξέταση των μαθητών, τη διασφάλιση εγκυρότερων τρόπων αξιολόγησης, την ομοιογένεια στη μορφή των εξετάσεων και τον περιορισμό της υποκειμενικότητας της βαθμολογίας (Κασσωτάκης 2010:171).

Σε γενικές γραμμές, οι τράπεζες ερωτημάτων μπορούν να διαχωριστούν σε δύο είδη: τις συλλογικές και τις ατομικές. Οι συλλογικές τράπεζες ερωτημάτων περιλαμβάνουν ερωτήσεις που έχουν ετοιμαστεί από ειδικευμένες επιτροπές και έχουν δοκιμαστεί πάνω σε ένα αρκετά μεγάλο δείγμα ατόμων, ώστε να έχει γίνει ανάλυση των ερωτημάτων και βελτίωση όσων δεν έδωσαν ικανοποιητικά αποτελέσματα. Οι ατομικές τράπεζες ερωτημάτων είναι αυτές που διατηρεί ο κάθε εκπαιδευτικός ξεχωριστά, ώστε να μην αναγκάζεται να δημιουργεί νέες ερωτήσεις για κάθε νέα εξέταση (Κασσωτάκης 2010:172). Φυσικά, ακόμη και στη δεύτερη περίπτωση, θεωρείται απαραίτητο να εξετάζεται συστηματικά η αξία των ερωτημάτων, έστω και με ποιοτική μέθοδο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η εγκυρότητα της εκάστοτε αξιολόγησης (Βαλσαμάκη-Ράλλη 1979:155).

Γενικότερα, είτε πρόκειται για ατομικές τράπεζες είτε για συλλογικές, για την καλή οργάνωση και την αποτελεσματικότητα τους, απαιτείται: α) ενιαία ταξινομία εκπαιδευτικών στόχων και β) η διαμόρφωση και η καταγραφή των ερωτημάτων με βάση τους στόχους αυτούς (Κασσωτάκης 2010:172-173). Πιο συγκεκριμένα, οι ερωτήσεις πρέπει να κατασκευάζονται με βάση τους στόχους που έχει ορίσει ο εκπαιδευτικός για το κάθε μάθημα. Έπειτα, είναι απαραίτητο η κάθε ερώτηση να ανταποκρίνεται στην ύλη του αναλυτικού προγράμματος.

Στην περίπτωση των συλλογικών τραπεζών είναι τελείως απαραίτητο, πριν καταχωριστεί ένα ερώτημα στην τράπεζα, να υπολογιστεί ο δείκτης δυσκολίας και ο δείκτης διάκρισης. Το μεγαλύτερο μέρος των ερωτημάτων της τράπεζας πρέπει να έχουν βαθμό δυσκολίας 40-70% και δείκτη διάκρισης περίπου 0,40. Όμως, θεωρείται αναγκαία η καταχώριση και μερικών ερωτημάτων με μικρότερο ή μεγαλύτερο δείκτη δυσκολίας, με σκοπό να υπάρχει ποικιλία και διαβάθμιση, όταν οι ερωτήσεις χρησιμοποιούνται σε εξεταστικές δοκιμασίες. Τέλος, τονίζεται η σημασία δημιουργίας τραπεζών σε εθνικό επίπεδο εξετάσεων (Wood & Skurnik 1969).

Βιβλιογραφία

  • Βαλσαμάκη-Ράλλη Η. (1979). Εξέταση και βαθμολογία του μαθητή. Αθήνα: Horizon.
  • Κασσωτάκης Μ. (2010). Η αξιολόγηση της επίδοσης των μαθητών. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.
  • Τσομπάνογλου Μ. (2007). Πρότυπο αξιολόγησης της εγκυρότητας δομής συστημάτων πιστοποίησης γλωσσομάθειας. Εφαρμογή του στο Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας του Επιπέδου Β2 της Αγγλικής Γλώσσας. Διδακτορική διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.


  • Macintosh Η. G. (1974). Techniques and Problems of Assessment: A practical handbook for teachers. London: EdwardArnold.
  • Wood R., Skurnik S. (1969). Item Banking. In Η. G. Macintosh, Techniques and Problems of Assessment: A Practical Handbook for Teachers. London: Edward Arnold.