Το σπίτι του νεοελληνικού πνεύματος

Επίπεδο: Γ1 Δεξιότητα: Κατανόηση Προφορικού Λόγου
Πηγή (διασκευή): Εφημερίδα «Το Έθνος», 3-7-2012 και ο ιστοτόπος http://www.benaki.gr
Επικοινωνιακή γλωσσική δραστηριότητα:

Κατανόηση προφορικού λόγου

Τι πρέπει να ξέρει και τι μπορεί να κάνει ο εξεταζόμενος:

Ο εξεταζόμενος πρέπει να μπορεί να παρακολουθεί διαλέξεις και να αναγνωρίζει τις διάφορες ενότητες μιας ομιλίας, όπως βασικές ιδέες, επιχειρηματολογία, υπόθεση, παραδείγματα, γενίκευση, συμπεράσματα αλλά και τη σχέση που υπάρχει μεταξύ τους.

Τύπος εξεταστικού ερωτήματος: Ερώτημα 1: Σημειώσεις
Λέξεις κλειδιά: Γ1, πινακοθήκη Χατζηκυριάκου-Γκίκα, έκθεση, μουσείο, έργα, καλλιτέχνης
Πεδίο:
Προσωπικό Επαγγελματικό
Δημόσιο Εκπαιδευτικό
Θέμα:
1. Γλώσσα
2. Εκπαίδευση
3. Ελεύθερος χρόνος, Διασκέδαση
4. Επαγγελματική ζωή
5. Καθημερινή ζωή
6. Καιρός
7. Κοινωνικοπολιτική δομή
8. Προσωπικά στοιχεία
9. Σπίτι, κατοικία, περιβάλλον
10. Σχέσεις με άλλους ανθρώπους
11. Ταξίδια
12. Τόποι
13. Φαγητό και ποτό
14. Ψώνια
15. Υγεία και σωματική φροντίδα
16. Υπηρεσίες
Είδος κειμένου:
Άρθρο Λαογραφικό
Αφήγηση Λογοτεχνικό
Βιογραφικό Ομιλία
Διαφήμιση Περιγραφικό
Δοκίμιο Συνέντευξη
Επιστολή Συνταγή
Θεατρικό Συζήτηση
Ιστορικό Άλλο
Επίπεδο ύφους:
Φιλικό Τυπικό
Ενδιάμεσο  

Κείμενο

Το σπίτι του νεοελληνικού πνεύματος

Καλησπέρα σας κυρίες και κύριοι. Σήμερα θα σας παρουσιάσουμε το νέο απόκτημα του Μουσείου Μπενάκη, την πινακοθήκη Χατζηκυριάκου - Γκίκα. Ο διευθυντής του μουσείου, Άγγελος Δεληβοριάς, μας ξενάγησε στην πινακοθήκη που άνοιξε πρόσφατα, για να αποκαλύψει τη ζωή και το έργο του μεγάλου καλλιτέχνη, ο οποίος έζησε σαράντα χρόνια σ’ αυτό το κτίριο, αλλά και για να γίνει το πρώτο μουσείο στον κόσμο όπου εκτίθεται η πνευματική ζωή μιας ολόκληρης εποχής. Με αφετηρία το έτος γέννησης καλλιτεχνών και πνευματικών ανθρώπων και μέσα από πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, ιστορικά χειρόγραφα, εκδόσεις, φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα και αλληλογραφίες τους ο επισκέπτης συμμετέχει στον κόσμο των ιδεών του 20ου αιώνα.

Μας υποδέχτηκε εκεί το πρωί ο ακούραστος διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, Άγγελος Δεληβοριάς, για να μας ξεναγήσει σε έναν σπουδαίο κόσμο που δεν αναδείχθηκε όσο θα έπρεπε, να μας κάνει περήφανους για τους κοντινούς προγόνους μας – όχι μόνο για τους αρχαίους. Διότι ο κ. Δεληβοριάς δε δημιούργησε «απλώς» και μόνο την πινακοθήκη Γκίκα αλλά ένα μουσείο μιας ολόκληρης γενιάς. Τα εκθέματα, ακολουθούν χρονικά τη διαδρομή της ελληνικής δημιουργίας, από τη Μικρασιατική καταστροφή έως τις παραμονές της δικτατορίας του 1967, περίοδοι που αποτελούν ταυτόχρονα και το κλίμα στο οποίο έζησε ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας.

Το κτήριο, χαρακτηριστικό δείγμα της αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου τη δεκαετία του ‘30, στέγασε στους δύο τελευταίους ορόφους του την κατοικία και το εργαστήρι του Χατζηκυριάκου - Γκίκα για 40 χρόνια. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο Νίκος Χατζηκυριάκος -Γκίκας αποφάσισε να κατοικήσει μόνιμα στο κτήριο αυτό που ανήκε στην οικογένειά του. Για το σκοπό αυτό πρόσθεσε έναν επιπλέον όροφο, τη διαμόρφωση του οποίου επιμελήθηκε ο ίδιος με τη βοήθεια των μαθητών του στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου. Ήδη από την εποχή του το κτήριο προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον στους αρχιτεκτονικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους και παρουσιάστηκε σε ελληνικά και ξένα περιοδικά αρχιτεκτονικής.

Ο καλλιτέχνης δώρισε εν ζωή ολόκληρη την πολυκατοικία στο Μουσείο Μπενάκη και το 1991 άρχισε να λειτουργεί σε ένα τμήμα 150 τετραγωνικών μέτρων του τέταρτου ορόφου η πινακοθήκη. Η μόνιμη έκθεση είχε οργανωθεί από τον ίδιο τον καλλιτέχνη με έργα από όλους τους τομείς της δημιουργίας του. Στο χώρο της πινακοθήκης διοργανώνονταν κατά καιρούς μικρές θεματικές εκθέσεις από το έργο του, όπως εκθέσεις σχεδίων, μικρογλυπτικής, έργων με θέματα από την αρχαία ελληνική τέχνη, οι οποίες πραγματοποιούνταν με στόχο να παρουσιάζεται σταδιακά το υλικό που δεν περιλαμβανόταν στη μόνιμη έκθεση.

Ωστόσο, το συμβούλιο του μουσείου έκρινε πως θα ήταν αδύνατο να επιζήσει με τα έσοδα των ενοικίων των κάτω ορόφων και έτσι επικράτησε η άποψη του κ. Δεληβοριά να αξιοποιηθεί ολόκληρο. Έτσι ξεκίνησε ο Γολγοθάς της μετατροπής της παλιάς πολυκατοικίας σε ένα σύγχρονο μουσείο. Οι χώροι του κτηρίου διατηρούνται μέχρι σήμερα όπως τους είχε οργανώσει και διακοσμήσει ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Οι εργασίες ξεκίνησαν το 2005 με 3 εκατομμύρια ευρώ από το Υπουργείο Πολιτισμού και συνεχίστηκαν χάρη σε ιδιώτες που προσέφεραν γενναιόδωρα οικονομική ενίσχυση και αντικείμενα-εκθέματα, εμπιστευόμενοι το έργο του Μουσείου Μπενάκη.

Το μουσείο υποδέχεται τον επισκέπτη σε ένα σαλόνι με σπάνια έπιπλα και διακοσμητικά του 18ου αιώνα και χαρακτηριστικά δείγματα γαλλικής ζωγραφικής των αρχών του 20ού. Στην επόμενη αίθουσα του ισογείου έως και τον τρίτο όροφο εξελίσσεται χρονολογικά η έκθεση, ξεκινώντας από τους γεννημένους στα τέλη του 1880 για να φτάσει σε όσους έχουν γεννηθεί το 1925. Τα Νόμπελ του Σεφέρη και του Ελύτη, οι φιγούρες του Σπαθάρη, οι χειρόγραφες παρτιτούρες του Σκαλκώτα, η ταυτότητα και τα γυαλιά του Χορν, εκδόσεις, φωτογραφίες, πίνακες, γλυπτά προβάλλουν τη ζωή και το έργο αυτών των πνευματικών ανθρώπων όπως και τις σχέσεις τους με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία της εποχής.

Μετά τον τρίτο όροφο, αναπτύσσεται αποκλειστικά η Πινακοθήκη Χατζηκυριάκου - Γκίκα, όπως ο ίδιος την είχε οργανώσει το 1991, όταν πρωτολειτούργησε ως παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη, με τους πίνακές του, σχέδια, γλυπτά, σκηνικά, χειρόγραφα, φωτογραφίες, το καθιστικό του σπιτιού του και το γραφείο του ναυάρχου πατέρα του, ο οποίος και πρωτοκατοίκησε την πολυκατοικία. Το εργαστήρι του Ν. Χατζηκυριάκου - Γκίκα, διατηρήθηκε αυτούσιο. Σημαντικό τμήμα της πινακοθήκης αποτελεί το φωτογραφικό αρχείο του Ν. Χατζηκυριάκου - Γκίκα, το οποίο συγκεντρώνει ένα πλούσιο ταξινομημένο υλικό ασπρόμαυρων και έγχρωμων φωτογραφιών και αρνητικών, καθώς και διαφανειών και παρέχει πολύτιμα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του.

Η Πινακοθήκη Γκίκα αποτελεί ένα «χρέος» του μουσείου Μπενάκη προς τον μεγάλο εκπρόσωπο του μοντερνισμού στη χώρα μας και, όπως είπε και ο διευθυντής του μουσείου, «πιστεύω ότι, εκεί που βρίσκεται, θα είναι πάρα πολύ ευχαριστημένος…».