Το μολυβένιο στρατιωτάκι

Επίπεδο: Β1 Δεξιότητα: Κατανόηση Προφορικού Λόγου
Πηγή: Ο ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ http://www.paramithas.gr/category/paramithia-sound/page/3/
Συγγραφέας: Αφηγητής: Νίκος Πιλάβιος
Ηθοποιοί: Αφηγητής, στρατιωτάκι, Ψαράς, Γιος

Κείμενο

Μια φορά και ένα καιρό σε ένα αγοράκι για τη γιορτή του, του είχε κάμει ο πατέρας του δώρο ένα κουτί που είχε μέσα εικοσιπέντε μολυβένια στρατιωτάκια. Αυτά τα στρατιωτάκια ήταν όλα ίδια και απαράλλαχτα μεταξύ τους γιατί είχανε βγει από το ίδιο καλούπι. Και όλη την ώρα, μέρα ήτανε ή νύχτα στέκονταν περήφανα προσοχή με το τουφεκάκι του στον ώμο. Μονάχα ένα στρατιωτάκι δεν έμοιαζε με τα’άλλα. Ήτανε φαίνεται το τελευταίο της σειράς και όταν χύθηκε στο καλούπι δεν είχε απομείνει αρκετό μολύβι και έτσι βγήκε κουτσό. Αλλά και με το ένα πόδι πάλι στεκόταν αλύγιστο και περήφανο σαν τ’άλλα. Το αγοράκι φύλαγε τα στρατιωτάκια του πάνω σε ένα ράφι μαζί με τ’άλλα του παιχνίδια. Ανάμεσά τους ήταν και ένα χαρτονένιο, χρυσό απ’έξω παλατάκι, με μια χαριτωμένη, χάρτινη χορεύτρια μέσα. Φορούσε ένα θαυμάσιο τούλινο φόρεμα και ένα χρυσό αστέρι στα μαλλιά. Βαστούσε τα χέρια της με χάρη πάνω από το κεφάλι και το ένα της πόδι ήτανε σηκωμένο στον αέρα. Και το είχε τόσο ψηλά σηκωμένο το πόδι που το κουτσό μολυβένιο στρατιωτάκι δεν το βλεπε από κει που βρισκόταν. Έτσι νόμιζε πως και η ωραία χορεύτρια είχε σαν και αυτό μόνο ένα πόδι. Γι’αυτό τη συμπάθησε πάρα πολύ. Αλίμονο όμως, η αγάπη του δε στάθηκε τυχερή…Στο ίδιο ράφι με τα παιχνίδια ήτανε και ένα διαβολάκι. Αυτό με ένα ελατήριο πεταγόταν έξω από το κουτί του και έκανε τσιριμόνιες στην ίδια χορεύτρια γιατί και αυτό την είχε πάρα πολύ συμπαθήσει. Μια μέρα το διαβολάκι ζήλεψε το στρατιωτάκι. Πετάχτηκε ξαφνικά από το κουτί του, το ’σπρωξε δυνατά και το έριξε έξω από το παράθυρο. Το καημένο το στρατιωτάκι έκαμε μια βουτιά και μια τούμπα στον αέρα και έπεσε με το κεφάλι στο πεζοδρόμιο. Δυο αγοράκια που παίζανε εκεί κοντά πήρανε το στρατιωτάκι και το σήκωσαν από χάμω. Σαν το είδανε όμως με ένα πόδι δε θελήσανε να το κρατήσουν. Το βάλανε σε μια χάρτινη βαρκούλα και το ρίξανε στο ποτάμι. Ύστερα από λίγο φύσηξε δυνατό αεράκι, ανατάραξε τα νερά του ποταμιού και το κουτσό στρατιωτάκι ένιωσε τη βαρκούλα να βουλιάζει. Να πει κανείς ότι δεν φοβήθηκε, δε θα ’λεγε την αλήθεια. Ωστόσο δεν το ένοιαζε πως τελικά θα πνιγόταν. Εκείνο που το ένοιαζε ήταν πως πριν πεθάνει δεν θα’βλεπε για τελευταία φορά την ωραία χορεύτρια και αυτό το ’κανε πολύ λυπημένο. Ξαφνικά ήρθε ένα μεγάλο ψάρι, άρπαζε βάρκα και στρατιωτάκι με το στόμα του και το ’κανε μια χαψιά…Τώρα το στρατιωτάκι μόλο που βρέθηκε μέσα στο κατασκότεινο στομάχι του ψαριού δε φοβήθηκε, γιατί στο μεταξύ είχε πάρει την απόφαση να φανεί γενναίο. Σε λίγο το ψάρι άρχισε να κουνιέται δυνατά σα να σπάραζε. «Έχει γούστο να το έπιασε ψαράς», συλλογίστηκε το στρατιωτάκι και δεν έπεσε έξω. Γιατί αμέσως άκουσε φωνές: «Έπιασα ένα μεγάλο ψάρι! Έπιασα ένα μεγάλο ψάρι!». Ήτανε ένας ψαράς που αγκίστρωσε το ψάρι, το έριξε στο καλάθι του και το πήγε στο σπίτι του να το μαγειρέψει. Ο ψαράς άνοιξε την κοιλιά του ψαριού για να το καθαρίσει, βλέπει το μολυβένιο στρατιωτάκι, το βγάζει και το ρίχνει δίπλα στο τζάκι. «Α! το μολυβένιο στρατιωτάκι μου…» λέει το αγόρι που το είχε βάλει πάνω στο τζάκι. «Πώς βρέθηκε εδώ;». «Δεν ξέρω παιδί μου. Ήτανε μέσα στην κοιλιά του ψαριού που ψάρεψα και εγώ το έριξα χάμω», λέει ο πατέρας του αγοριού γιατί αυτός ήταν ο ψαράς. Χαρούμενο το αγόρι ξανάβαλε το στρατιωτάκι στο ράφι του, πλάι στην αγαπημένη του χορεύτρια. Φαίνεται όμως πως κάποια κακιά μοίρα έβαλε το χέρι της και η ευτυχία του δεν κράτησε πολύ. Μια μέρα το αγοράκι ήτανε νευριασμένο και χωρίς καμιά σοβαρή αιτία πετάει το στρατιωτάκι μέσα στο αναμμένο τζάκι. Μέσα από τις φλόγες πρόφτασε εκείνο και είδε τη χορεύτρια που το κοίταζε και δάκρυζε και μαλάκωσε ο πόνος του…Τώρα δεν το ένοιαζε καθόλου αν καιγόταν. Αλλά και τι σύμπτωση…Την ίδια στιγμή φύσηξε ένας δυνατός αέρας, παράσυρε τη χορεύτρια ως το τζάκι και άρπαξε φωτιά, την ώρα που το μολυβένιο στρατιωτάκι είχε αρχίσει να λιώνει…Το άλλο πρωί η μάνα του αγοριού καθώς καθάριζε το τζάκι από τις στάχτες βρήκε μια μικρή καρδία καμωμένη από λιωμένο μολύβι, και ένα χρυσό αστεράκι μαύρο από την καπνιά.