Τα γαϊδουράκια κι ο σαμαράς

Επίπεδο: Β1 Δεξιότητα: Κατανόηση Προφορικού Λόγου
Πηγή: Παραμύθι
Συγγραφέας: Νίκος Πιλάβιος
Ηθοποιοί: Νίκος Πιλάβιος

Κείμενο

Μια φορά κι έναν καιρό έξω στα αλώνια ενός χωριού είχανε μαζευτεί ένα σωρό γαιδουράκια. Όλη η νεολαία της γαϊδουροοικογένειας. Κανένας γέρος. Τα γαιδουράκια αυτά το είχανε στήσει στο γλέντι. Γελούσαν, γκαρίζανε χαρούμενα, κλωτσούσανε, πηδούσαν και χορεύανε χωρίς σταματημό.
Κατά το απογευματάκι έτυχε να περνάει από κει ένας γέρος γάιδαρος φορτωμένος ξύλα. Είδε τη φασαρία και απόρησε.
- Μωρέ, τι πάθανε αυτά τα ανήλικα και το ’χουνε ρίξει σε τέτοιο γλέντι; αναρωτήθηκε. Άνοιξη δεν είναι. Κάτι άλλο, λοιπόν, πρέπει να συμβαίνει.
Ζυγώνει κοντά και ρωτάει:
- Γιατί παιδιά τέτοιο χαροκόπι; Τι καλό έτυχε στο σόι μας και δεν το ξέρω;
- Δεν τα μαθες μπάρμπα; του λέει ένας γαϊδαράκος. Δεν ακους τις καμπάνες που σημαίνουν; Πέθανε ο σαμαράς του χωριού μας. Τ’ αφεντικά μας τον κλαίνε κι εμείς το γλεντάμε.
- Και γιατί το γλεντάτε;
- Γιατί δεν θα υπάρχει τώρα σαμαρας να μας φτιάνει σαμάρια, κι έτσι θα γλυτώσουμε το φόρτωμα.
- Άμυαλα και κουτούτσικα παιδιά! είπε ο γερογάιδαρος. Να γλεντάτε πρέπει ή να κλαίτε;
- Και γιατί να κλαίμε;
- Γιατί αυτός ο σαμαράς ήταν καλός μάστορης και τα σαμάρια που ’φτιάχνε ταιριάζανε τόσο καλά στο κορμί μας που δεν μας έκαναν καμιά πληγή. Σκεφτήκατε τι θα πάθουμε αν ο νέος σαμαράς που θα πάρει τη θέση του είναι κακός μάστορης;
- Γέρασες, μπάρμπα, και δεν ξέρεις τι λες! είπε κοροιδευτικά ο πιο σκανταλιάρης γαϊδαράκος.
- Ας είναι παιδάκι μου, όμως, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά! Εγώ φεύγω και να θυμάσαι την κουβέντα μου.
- Κολοκύθια με τη ρίγανη.
- Καααλά! είπε ο γερογάιδαρος κι έφυγε.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και βγήκε αληθινή η προφητεία του γερογάιδαρου. Οι χωρικοί ψάξανε σ όλα τα γύρω χωριά να βρουν έναν σαμαρά της προκοπής, μα στάθηκε αδύνατο. Και στο τέλος πήρανε έναν αρχάριο και τον φέρανε στο χωριό. Οι μεγάλοι γάιδαροι είχανε τα σαμάρια τους και δεν τους ένοιαζε. Έτσι οδηγηθήκανε στο νέο μάστορη τα νέα γαιδουράκια που δεν είχανε βάλει ακόμη στη ράχη τους σαμάρι. Ο μάστορης πήρε τα μετρά καθενού χωριστά και την άλλη βδομάδα είχε ετοιμάσει το πρώτο σαμάρι. Πάει ο πρώτος γαιδαράκος του το βάζουνε, ήτανε στενό και μικρό και ως το βράδυ του είχε πληγιάσει τη ράχη.
Την άλλη μέρα πάνε άλλο γαϊδαράκο. Του βάζουνε κι αυτουνού σαμάρι, ήταν πολύ φαρδύ και του ’πεφτε ως τα αφτιά. Το βράδυ είχε πληγιάσει ο σβέρκος του. Έτσι λοιπόν όσα καινούρια σαμάρια έφτιασε ο νέος μάσατορης ήταν άλλα στενά, άλλα μικρά, άλλα φαρδιά, όλα βέβαια κακότεχνα και καταπληγιάσανε όλα τα νέα γαϊδουράκια. Τότε θυμηθήκανε το γερογάιδαρο κι είπαν:
- Το γλεντήσαμε στο θάνατο του τεχνίτη σαμαρά. Τώρα θα κλαίμε με την ατζαμοσύνη του νέου, ώσπου να μάθει στη ράχη μας την τέχνη. Φτάχνει μονάχα να τη μάθει γρήγορα, αλλιώς θα περάσουμε μεγάλα βάσανα!