Γάιδαρος και Λύκος

Επίπεδο: Β1 Δεξιότητα: Κατανόηση Προφορικού Λόγου
Πηγή: Ο ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ http://www.paramithas.gr/category/paramithia-sound/page/3/
Συγγραφέας: Αφηγητής: Νίκος Πιλάβιος
Ηθοποιοί: Αφηγητής, Γάιδαρος, Λύκος, Αλεπού

Κείμενο

Μια φορά και ένα καιρό ένας κτηματίας κοντά στα άλλα τα ζώα του είχε και έναν γάιδαρο, τον κυρ Μέντιο, όπως τον έλεγε, για τις ψιλοδουλειές. Να κουβαλάει δηλαδή τον σπόρο στα κτήματα και νερό για τους εργάτες. Ένα πρωί ο κτηματίας είχε δουλειά στην πόλη και δεν θα πήγαινε στα κτήματα. Τον είδανε τα ζώα που ’φευγε με τ’αυτοκίνητο και κάνανε χαρές μεγάλες γιατί όλη την ημέρα θα αναπαύονταν. Πιο πολλές χαρές έκανε ο κυρ Μέντιος που βρήκε την ευκαιρία να τρέξει στο διπλανό λιβάδι για τρυφερό χόρτο. Πήγε λοιπόν στο λιβάδι ο γάιδαρος, έφαγε χόρτο, κυλίστηκε, κλότσησε κάμποσες φορές τον αέρα και στο τέλος άρχισε το τραγούδι…Κάποια στιγμή έτυχε να περάσει από κει ένας λύκος…Άκουσε το γκάρισμα του κυρ Μέντιου και άρχισε να ξερογλείφεται. «Αν κρίνω απ’τη φωνή του», είπε μέσα του ο λύκος, «τούτος ο γάιδαρος πρέπει να ‘ναι κρεατωμένος και όχι κοκαλιάρης σαν τον άλλο που ‘φαγα προχθές. Φαίνεται πως είμαι πιο τυχερός σήμερα. Ας πλησιάσω να τον δω από κοντά…». Και πλησίασε. Βλέπει ξαφνικά μπροστά του το λύκο ο κυρ Μέντιος και κόβονται τα ύπατά του. Για μια στιγμή τα ‘χασε. Πάει και τα τραγούδια, πάνε και όλα. Ωστόσο συνήλθε γρήγορα και έβαλε το μυαλό του να πάρει στροφές.
-«Καλώς τον, καλώς τον…», λέει με πολύ ταπεινοσύνη στο λύκο και πηγαίνει κούτσα-κούτσα κοντά του. «Και είχα τόση ανάγκη για βοήθεια από κάποιον…».
-«Και τι βοήθεια περιμένεις από μένα κυρ Μέντιε;», λέει με την αγριοφωνάρα του ο λύκος. «Ξέρεις πως εγώ τους τρώω τους γαϊδάρους δεν τους βοηθάω.»
-«Το ξέρω κυρ λύκε μου πως τους τρως, όπως ξέρω πως θα με φας και μένα. Μα δεν παραπονιέμαι γι’αυτό, η μοίρα της γενιάς μου είναι να την κακομεταχειρίζονται οι άνθρωποι και να την τρων οι λύκοι. Άλλο όμως είναι εκείνο που με καίει τώρα.»
-«Ποιο είναι αυτό το άλλο;»
-«Να καθώς έβοσκα μπήκε στο πισινό μου πόδι ένα καρφί σκουριασμένο και έπαθα μόλυνση.»
-«Και τι σε νοιάζει; Έτσι και έτσι θα φαγωθείς και δεν θα πονάς.»
-«Ναι το ξέρω…Αλλά όπως ξέρεις και του λόγου σου εμείς οι γάιδαροι είμαστε πολύ αγαθοί και δεν θέλουμε να κάνουμε κακό σε κανέναν. Σκέφτηκα λοιπόν πως άμα με φας με το καρφί μέσα στο πόδι μου, το καρφί θα σου ξεσκίσει τα σωθικά. Και από πάνω θα πάθεις και εσύ μόλυνση. Και είναι κρίμα για έναν τόσο όμορφο λύκο σαν και σένα..»
-«Και εάν σου βγάλω πρώτα το καρφί;»
-«Ε τότε αλλάζει το πράγμα…δεν θα πάθεις τίποτα.»
-«Έλα πιο σιμά μου και σήκωσε το πόδι σου.»
Άλλο που δεν ήθελε ο κυρ Μέντιος…μισοκακόμοιρα και κούτσα-κούτσα, πάει πάνω από το κεφάλι του λύκου και σηκώνει το πόδι του…Κοιτάζει ο λύκος για καρφί, δεν βλέπει τίποτα. Ζυγώνει ακόμα πιο κοντά να δει καλύτερα και…τρώει μια τόσο δυνατή κλωτσιά από τον γάιδαρο που σπάσανε όλα τα μπροστινά του δόντια και τον πήρανε τα αίματα. Είδε τον ουρανό σφοντύλι που λέει ο λόγος…Στο μεταξύ ο κυρ Μέντιος με ένα χαρούμενο και δυνατό γκάρισμα τρέχει και χώνεται στο κατώι…Σηκώνεται και ο λύκος ξεδοντιασμένος και καταματωμένος και πάει για τη φωλιά του. Στο δρόμο ανταμώθηκε με την αλεπού που τον είδε σε τέτοια χάλια που τον ρώτησε: «Μπα σε καλό σου κουμπάρε Νικολό ποιος σε ‘κανε έτσι;»
-«Άστα κουμπαρούλα μου ήθελα και τα ‘παθα…Δε μου ‘φτανε να φάω τον γάιδαρο, θέλησα να κάμω και τον γιατρό. Θα ‘λεγα τώρα στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα , μα είναι αργά.»